Τι σημαίνει το deciso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης deciso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deciso στο Ιταλικό.
Η λέξη deciso στο Ιταλικό σημαίνει αποφασίζω, επιλέγω, αποφασίζω για κτ, αποφασίζω, διαλέγω, επιλέγω, δυναμικός, αποφασιστικός, δυναμικός, αποφασιστικός, αποφασισμένος, ισχυρογνώμων, αποφασιστικός, ανένδοτος, αποφασιστικός, ανένδοτος, αμετάπειστος, ανένδοτος, θαρραλέος, γενναίος, που έχω επιλέξει, που έχω διαλέξει, αποφασιστικός, ακλόνητος, αμετακίνητος, αποφασιστικός, τακτοποιημένος, κανονισμένος, αποφασιστικός, αποφασισμένος να κάνω κτ, κατηγορηματικός, απερίφραστος, δυνατός, αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος, έντονος, πάγιος, σταθερός, ακλόνητος, συμφωνημένος, αποφασιστικός, δυναμικός, ριζικός, αλύγιστος, ανελαστικός, συμφωνημένος, αποφασισμένος, ισχυρογνώμων, επιθετικός, πεισματάρικος, προκαθορισμένος, αμετάκλητος, καθαρός, απότομος, αποφασιστικός, που έχει ήδη ξεκαθαριστεί, αποφασίζω, αποφασίζω, αποφασίζω να μην κάνω κτ, απορρίπτω, επιλέγω, διαλέγω, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, βοηθώ κπ να αποφασίσει, επιλέγω να μην κάνω κτ, σκέψου τώρα, επιλέγω να συμμετέχω, καταλήγω σε κτ, επιλέγω, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, αποφασίζω, επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτ, προσδιορίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης deciso
αποφασίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δικαστήριο αποφάνθηκε και έκρινε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. |
επιλέγω(κάτι ή να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine hanno optato per una crociera per le loro vacanze. Επέλεξαν μια κρουαζιέρα για τις διακοπές τους. |
αποφασίζω για κτ
Il partito sta chiedendo dei commenti ai suoi membri prima di stabilire un piano d'azione. // La loro madre gli ha risolto il problema. |
αποφασίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlie ha deciso che farà tutto il possibile per raccogliere fondi per la beneficenza. Ο Τσάρλι αποφάσισε πως θα έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να συγκεντρώσει χρήματα για τη φιλανθρωπική οργάνωση. |
διαλέγω, επιλέγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi avere entrambe le cose: devi scegliere. Δεν μπορείς να πάρεις και τα δύο, πρέπει να διαλέξεις. |
δυναμικός, αποφασιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom risulta minaccioso per via della stazza possente e il tono deciso. |
δυναμικός, αποφασιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sidney non è mai stata molto assertiva, e questo può essere il motivo per cui non è stata ancora promossa. Η Σίδνεϋ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δυναμική κι ενδεχομένως γι' αυτό δεν έχει πάρει ακόμα προαγωγή. |
αποφασισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το αφεντικό είναι αποφασισμένο να υλοποιήσει τις αλλαγές. |
ισχυρογνώμων(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve è così caparbio che nessuno vuole essere in disaccordo con lui. |
αποφασιστικός, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποφασιστικός, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il manager era risoluto nella sua decisione di licenziare alcuni dipendenti. |
αμετάπειστος, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sheila è irremovibile nella sua convinzione che il fratello è innocente. |
θαρραλέος, γενναίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il coraggioso soldato continuava ad avanzare nonostante le esplosioni. Ο τολμηρός στρατιώτης συνέχισε παρά τις εκρήξεις. |
που έχω επιλέξει, που έχω διαλέξειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I genitori di Jack non approvano la carriera da lui decisa. Οι γονείς του Τζακ αποδοκιμάζουν την καριέρα που έχει επιλέξει. |
αποφασιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando voglio qualcosa, so essere molto caparbio. Όταν θέλω κάτι, μπορώ να γίνω πολύ αποφασιστικός. |
ακλόνητος, αμετακίνητος(σε άποψη, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Arthur è un deciso combattente per la giustizia. |
αποφασιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τακτοποιημένος, κανονισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Bene, è deciso, andiamo in Italia per le vacanze, non in Spagna. Λοιπόν, είναι κανονισμένο. Θα πάμε στην Ιταλία για τις διακοπές μας, και όχι στην Ισπανία. |
αποφασιστικόςaggettivo (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non è mai molto deciso nei suoi rapporti personali. Στις προσωπικές του σχέσεις δεν είναι ποτέ πολύ αποφασιστικός. |
αποφασισμένος να κάνω κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter era deciso ad andare al lavoro anche se era ammalato. Ο Πήτερ ήταν αποφασισμένος να πάει στη δουλειά αν και ήταν άρρωστος. |
κατηγορηματικός, απερίφραστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha smentito in modo deciso che stesse giocando d'azzardo. |
δυνατός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devi essere risoluto per correre alle elezioni. |
αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Credo che il suo nuovo look rappresenti un netto miglioramento. Νομίζω ότι η νέα της εμφάνιση συνιστά αισθητή βελτίωση. |
έντονοςaggettivo (sapore) (γεύση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le acciughe in scatola hanno un sapore salato e deciso. |
πάγιος, σταθερός, ακλόνητοςaggettivo (απόφαση, άποψη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fede salda di Ray nei principi della sinistra non ha mai vacillato. Η ακλόνητη πίστη του Ρέι στις αρχές της Αριστεράς δεν είχε σβήσει ποτέ. |
συμφωνημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Zelda arrivò al ristorante all'orario concordato. Η Ζέλντα έφτασε στο εστιατόριο τη συμφωνημένη ώρα. |
αποφασιστικός, δυναμικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il loro atteggiamento determinato fu la chiave del loro successo. Η αποφασιστική τους προσέγγιση ήταν το κλειδί της επιτυχίας τους. |
ριζικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo bisogno di un cambiamento profondo del nostro bilancio familiare. Χρειαζόμαστε μια ριζική αλλαγή στον οικιακό μας προϋπολογισμό. |
αλύγιστος, ανελαστικόςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'inflessibile insistenza del governo nel voler introdurre una nuova imposta lo sta rendendo molto impopolare. |
συμφωνημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αποφασισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ισχυρογνώμων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È difficile discutere con i miei genitori testardi. |
επιθετικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πολλοί πωλητές φαίνεται πως είναι υπερβολικά επιθετικοί. |
πεισματάρικος(azione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jason fa sempre cose risolute, come costringere i suoi subordinati a soddisfare i suoi capricci. |
προκαθορισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αμετάκλητοςaggettivo (επίσημο: δεν αλλάζει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha preso la ferma decisione di stare a casa, e nessuno è riuscito a fargli cambiare idea. Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. |
καθαρόςaggettivo (μεταφορικά: άψογος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sega ha fatto un taglio netto sull'albero. |
απότομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al prossimo incrocio devi fare una curva brusca a destra. Στη συνέχεια πρέπει να πάρεις μια απότομη στροφή προς τα δεξιά στον επόμενο δρόμο. |
αποφασιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il risoluto impegno di Ann dovrebbe permettergli di terminare il corso di dottorato quest'anno. |
που έχει ήδη ξεκαθαριστεί(figurato: meditato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il sospettato diede una spiegazione prestabilita delle sue attività durante la notte del crimine. Ο ύποπτος έδωσε στην αστυνομία μια εξήγηση που είχε προετοιμάσει από πριν για τις δραστηριότητές του τη νύχτα του εγκλήματος. |
αποφασίζω(ανάμεσα σε δυο πράγματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non riuscivo a decidere tra questi due vestiti, così li ho comprati entrambi. Δε μπορούσα να αποφασίσω ανάμεσα στα δύο φορέματα, οπότε τα αγόρασα και τα δύο. |
αποφασίζωverbo intransitivo (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy decise di fare qualcosa per i suoi capelli in disordine. Η Λούση αποφάσισε να κάνει κάτι με τα απεριποίητα μαλλιά της. |
αποφασίζω να μην κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho deciso di non andare in vacanza quest'anno visto che ho appena perso il lavoro. Αποφάσισα να μην πάω διακοπές φέτος, αφού είχα μόλις χάσει τη δουλειά μου. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice ha respinto l'obiezione. |
επιλέγω, διαλέγω(κάτι αντί για κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι. |
καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le recensioni di quel critico possono decidere le sorti di un nuovo ristorante. |
βοηθώ κπ να αποφασίσειverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per aiutarti a decidere ti farò una lista dei pro e contro. |
επιλέγω να μην κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέψου τώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιλέγω να συμμετέχωverbo intransitivo (a eventi, gruppi ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταλήγω σε κτverbo intransitivo Per le nostre vacanze estive abbiamo deciso per Maiorca. I bambini hanno deciso per i biscotti con scaglie di cioccolata invece di quelli con il burro di arachidi. |
επιλέγωverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha deciso di diventare architetto. Επέλεξε να γίνει αρχιτέκτονας. |
επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποφασίζω(ότι/πως ή να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn decise che avrebbe perso peso. Ο Γκλεν πήρε την απόφαση να χάσει βάρος. |
επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deve scegliere fra tre possibilità. Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις εναλλακτικές. |
προσδιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ispettore Brown disse: "Dobbiamo determinare cosa è accaduto esattamente quella notte". «Πρέπει να προσδιορίσουμε τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα» είπε ο επιθεωρητής Μπράουν. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deciso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του deciso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.