Τι σημαίνει το fuggire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fuggire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuggire στο Ιταλικό.
Η λέξη fuggire στο Ιταλικό σημαίνει δραπετεύω, δραπετεύω, ορμάω έξω από κτ, την κάνω, το σκάω, το σκάω, το βάζω στα πόδια, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι, εγκαταλείπω, δραπετεύω, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, βγαίνω, την κάνω, την κοπανάω, την κάνω, γίνομαι αστραπή, μακριά, τρέχω, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω βιαστικά, το σκάω, φεύγω από τον τόπο, κλέβομαι, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, κλέβομαι, δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, απελευθερώνομαι από κτ, ορμώ, το σκάω με κπ, ξεφεύγω από κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fuggire
δραπετεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Milioni di persone fuggono la fame e la violenza ogni anno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν είδε τους αστυνομικούς, το έσκασε. |
δραπετεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando hanno sentito il rumore del mio schianto tra i cespugli, i cervi sono fuggiti |
ορμάω έξω από κτ
Il cavallo spaventato è schizzato fuori dal fienile. Το τρομαγμένο άλογο όρμησε έξω από τον στάβλο. |
την κάνω, το σκάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το σκάω, το βάζω στα πόδιαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho visto l'intruso fuggire appena sentito l'allarme. Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stavano per rapinarmi, ma sono riuscito a scappare. Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fuggì prima che la polizia potesse prenderlo.
La gente fuggiva dal leone che era scappato dallo zoo. Ξέφυγε πριν μπορέσει να τον συλλάβει η αστυνομία. Οι άνθρωποι γλίτωσαν (or: ξέφυγαν) από το λιοντάρι που δραπέτευσε από τον ζωολογικό κήπο. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il criminale è fuggito appena prima che arrivasse la polizia. Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία. |
εξαφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando suonò la sirena, i criminali si dileguarono. |
εγκαταλείπω(senza autorizzazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δραπετεύω(φεύγω κρυφά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός). |
απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stan lavora in un ufficio, ma il suo sogno è scappare e unirsi a un gruppo rock. |
βγαίνωverbo intransitivo (uscire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siamo scappati proprio quando l'edificio stava per essere avvolto dalle fiamme. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
την κάνω, την κοπανάωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I criminali abbandonarono il veicolo e fuggirono a piedi. Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί. |
την κάνω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι αστραπή(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il coniglio ha sentito la portiera dell'auto chiudersi ed è scappato. Ο λαγός έγινε αστραπή μόλις άκουσε τον ήχο της πόρτας του αυτοκινήτου που έκλεισε. |
μακριάverbo intransitivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È fuggito nel bosco per sfuggire alla polizia. Se n'è scappata via senza dirci dove andava. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scappate! |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se ci scoprono, dobbiamo scappare. |
φεύγω βιαστικά
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία. |
το σκάωverbo intransitivo (καθομ: από κάπου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I detenuti sono evasi dalla prigione. Οι κατάδικοι απέδρασαν από τη φυλακή. |
φεύγω από τον τόπο(πχ του ατυχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando hanno sentito le sirene della polizia, i malfattori hanno abbandonato la (or: sono fuggiti dalla) scena del delitto. |
κλέβομαιverbo intransitivo (per sposarsi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rick e Leslie fuggirono insieme e non celebrarono mai ufficialmente il matrimonio. |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I criminali tentarono di scappare dalla polizia a bordo di un'auto rubata. |
φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come sei riuscito a fuggire dai tuoi rapitori? Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο; |
τρομάζω, φοβίζω, διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si usava lo spaventapasseri per far scappare gli uccelli. |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιουverbo intransitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ostaggio è scappato dai suoi rapitori e si è messo in salvo. |
κλέβομαιverbo intransitivo (con amante) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kara e Mitch sono fuggiti insieme e non sono ancora tornati. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγωverbo intransitivo (από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molte persone scappavano correndo dal palazzo in fiamme. Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
τρομάζω, φοβίζω, διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Temevo che la pubblicazione del salario iniziale potesse far scappare alcuni dei potenziali candidati. |
απελευθερώνομαι από κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alla fine, i due detenuti sono riusciti a scappare dalla squadra dei lavori forzati. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
ορμώverbo intransitivo (σε πανικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gente fuggì disordinatamente per scampare alla tempesta in arrivo. Οι άνθρωποι όρμησαν να ξεφύγουν από τη θύελλα που πλησίαζε. |
το σκάω με κπverbo intransitivo (amante) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sembra che la signora Johnson sia scappata con il giardiniere! Η κ. Τζόνσον, από ότι φαίνεται, το έσκασε με τον κηπουρό της. |
ξεφεύγω από κτ/κπ
I rifugiati hanno attraversato il confine per sfuggire alla guerra. Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuggire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fuggire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.