Τι σημαίνει το crescente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crescente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crescente στο Ιταλικό.
Η λέξη crescente στο Ιταλικό σημαίνει σε ανοδική πορεία, που γίνεται πιο ισχυρός, αυξανόμενος, αυξανόμενος, αυξανόμενος, διαπεραστικός, οξύς, πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός, που γίνεται πιο έντονος, αυξανόμενος, αυξανόμενος, ανοδικός, νέος, γίνομαι πιο, μεγαλώνω, μεγαλώνω, σκαρφαλώνω, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, μακραίνω, παίρνω μπόι, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, μεγαλώνω, ωριμάζω, ανατρέφω, φτάνω σε ύψος, εμφανίζομαι, ωριμάζω, φυτρώνω, μαζεύω,συγκεντρώνω, αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, πολλαπλασιάζομαι, ανατρέφω, ανθίζω, ανεβαίνω, φουσκώνω, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι, κορυφώνομαι, μεγαλώνω, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, μεγαλώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αυξάνω, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, αυξάνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, φουσκώνω, ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ, ανατιμώμαι, επεκτείνομαι, πολλαπλασιάζομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, βλασταίνω, δυναμώνω, μεγαλώνω, κλιμακωτός, το φεγγάρι που γεμίζει, αυξανόμενη απειλή, πηγή αυξανόμενης ανησυχίας, νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο, αύξων μηνίσκος, αύξων αμφίκυρτος, ανέβασμα του τόνου, κατ' αύξουσα σειρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crescente
σε ανοδική πορείαaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που γίνεται πιο ισχυρόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξανόμενοςaggettivo invariabile (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il manager era preoccupato dal numero crescente di reclami. |
αυξανόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Lo stato deve ripagare il suo debito crescente. Το κράτος πρέπει να αποπληρώσει το αυξανόμενο χρέος του. |
αυξανόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Parecchie persone si ritrovano con debiti crescenti quando vanno in pensione. |
διαπεραστικός, οξύςaggettivo (musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La chitarra suonava crescente così l'ha dovuta accordare. |
πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός
Si sta esortando la gente a mantenersi ben idratata con queste temperature crescenti. |
που γίνεται πιο έντονος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξανόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυξανόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I prezzi in aumento del cibo stanno causando problemi per le persone con introiti minori. Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων δημιουργούν προβλήματα σε όσους ανήκουν στις χαμηλότερες κατηγορίες εισοδήματος. |
ανοδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι υπεύθυνοι του σχολείου είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουν ότι οι βαθμοί των μαθητών δείχνουν ανοδική τάση. |
νέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La generazione in crescita dovrà avere a che fare con i problemi che la generazione attuale si sta lasciando dietro. |
γίνομαι πιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con la pubertà crescerà. Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή. |
μεγαλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'erosione dell'acqua ha fatto crescere il canale. |
μεγαλώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono cresciuto in un villaggio nel sud dell'Inghilterra. Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία. |
σκαρφαλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'edera è cresciuta sui muri, arrivando quasi a coprire le finestre. Ο κισσός σκαρφάλωσε πάνω στους τοίχους καλύπτοντας σχεδόν τα παράθυρα. |
παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι(in altezza) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fino all'adolescenza era basso, poi è cresciuto tutto d'un colpo. Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι. |
μακραίνωverbo intransitivo (capelli) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sara indossa delle forcine in attesa che la frangia le cresca. |
παίρνω μπόι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυξάνομαιverbo intransitivo (aumentare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La popolazione crescerà rapidamente. Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία. |
ευδοκιμώ, ευημερώverbo intransitivo (fiorire, prosperare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nel deserto non possono crescere molti alberi. Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο. |
μεγαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo cresciuto i bambini in modo che avessero rispetto dei loro genitori. |
ωριμάζω(maturare, diventare adulto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa esperienza lo aiuterà a crescere. Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει. |
ανατρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hanno cresciuto a calci nel sedere. |
φτάνω σε ύψοςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo tipo di grano cresce più di sei piedi. Τα σιτηρά αυτής της ποικιλίας φτάνουν σε ύψος τα έξι πόδια και περισσότερο. |
εμφανίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le è cresciuta una vescica sul dito dopo che se l'è scottato col bollitore. |
ωριμάζωverbo intransitivo (frutta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'erano tanti fiori sulla mia pianta di peperoncini quest'anno, ma i frutti non sono cresciuti. |
φυτρώνω(για φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I semi cominciano a spuntare all'inizio della stagione di crescita. Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης. |
μαζεύω,συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπτύσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nostra azienda quest'anno si è espansa rapidamente. Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος. |
ανεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il mercato azionario è salito del 2% oggi. Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα. |
πολλαπλασιάζομαι(figurato: aumentare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I nostri problemi si sono moltiplicati quando abbiamo avuto un secondo figlio. Τα προβλήματά μας πολλαπλασιάστηκαν όταν αποκτήσαμε δεύτερο παιδί. |
ανατρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chris e Margaret hanno educato i figli a rispettare gli altri. Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους. |
ανθίζω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Τζέιν έχει πραγματικά εξελιχθεί από τότε που άρχισε το γυμνάσιο. |
ανεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si sta alzando la marea. |
φουσκώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devi lasciar lievitare la pasta per tre ore prima di metterla nel forno. |
σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le azioni hanno guadagnato il 3% la settimana scorsa. |
μεγαλώνω, επεκτείνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando viene bollito, il riso aumenta di dimensioni. |
συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Metti via del denaro ogni mese e i tuoi risparmi cresceranno. |
κορυφώνομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tensione al confine montò fino a sfociare in guerra aperta. |
μεγαλώνωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vorrei che mio fratello crescesse e si trovasse un posto dove abitare per conto suo. Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι. |
αρχίζω να σημειώνω επιτυχίαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La coppia ha adottato il bambino e l'ha cresciuto. Το ζευγάρι υιοθέτησε το παιδί και το μεγάλωσε. |
μεγαλώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La luna sta crescendo, se ne può vedere un pezzetto in più ogni notte. |
αυξάνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il numero di zanzare cresce in estate. |
μεγαλώνωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'influenza del redattore del giornale sta aumentando. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La popolarità del politico cresceva di settimana in settimana. La salute del paziente migliorava ogni giorno. |
ωριμάζω, ενηλικιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alcuni animali della fattoria impiegano fino a tre anni per raggiungere la maturità. Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν. |
αυξάνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi delle case sono aumentati del 5%. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%. |
φουσκώνω(μαγειρική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pane si espande grazie al lievito. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα. |
πρήζομαι, φουσκώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo essere scivolata sulle rocce bagnate, la caviglia di Wendy si gonfiò. Ο αστράγαλος της Γουέντι πρήστηκε αφού γλίστρησε στα βρεγμένα βράχια. |
ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι γονείς πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι. |
ανατιμώμαιverbo intransitivo (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non comprare quella macchina. Il valore non aumenterà, bensì scenderà. Μην αγοράσεις αυτό το αυτοκίνητο. Η αξία του δεν θα αυξηθεί (or: ανεβεί), αντίθετα θα πέσει. |
επεκτείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In anni recenti la compagnia si sta espandendo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε απότομα έπειτα από το 2004. |
πολλαπλασιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I pesci proliferano nelle acque calde. |
αυξάνομαι, μεγαλώνωverbo intransitivo (numero, dimensione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il club è iniziato con poche persone ma i soci sono aumentati nei sei mesi passati. |
ανεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fumo del comignolo saliva verso il cielo. Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό. |
αυξάνομαι, ακριβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi delle azioni che avevo comprato sono aumentati del 20% in una sola notte! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα. |
βλασταίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le piantine stavano finalmente germogliando. Τα φιντάνια βλάστησαν επιτέλους. |
δυναμώνωverbo intransitivo (intensità) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualcuno aprì la porta principale della casa dove si teneva la festa e la musica crebbe. |
μεγαλώνω(i figli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando la madre di Tom se n'è andata Henry ha fatto del suo meglio per crescere Tom da solo. Από τότε που η μητέρα του Τομ έφυγε, ο Χένρυ κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μεγαλώσει τον Τομ μόνος του. |
κλιμακωτόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το φεγγάρι που γεμίζειsostantivo femminile (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vedo che abbiamo la luna crescente; tra qualche notte sarà piena. Βλέπω ότι το φεγγάρι γεμίζει. Σε λίγες μέρες θα έχουμε πανσέληνο. |
αυξανόμενη απειλήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγή αυξανόμενης ανησυχίαςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sicurezza dell'ambiente è una crescente preoccupazione di questi tempi. |
νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιοsostantivo femminile (μουσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αύξων μηνίσκοςsostantivo femminile (φάση σελήνης) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αύξων αμφίκυρτοςsostantivo femminile (φάση σελήνης) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανέβασμα του τόνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατ' αύξουσα σειράlocuzione avverbiale (ακολουθεί γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crescente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του crescente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.