Τι σημαίνει το crescita στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crescita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crescita στο Ιταλικό.
Η λέξη crescita στο Ιταλικό σημαίνει ανάπτυξη, ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξη, κέρδος, ανάπτυξη, εξέλιξη, ανατροφή, διόγκωση, αύξηση, αύξηση, ανατίμηση, άνοδος, ανοδική πορεία, ωρίμανση, επέκταση, ανάπτυξη, επέκταση, κέρδος, ανάπτυξη, επέκταση, σε ανοδική πορεία, καθυστέρηση ανάπτυξης, αναδυόμενος, πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός, στην ανάπτυξη, ταχύτερα αναπτυσσόμενος, αυξανόμενος, σε άνοδο, που μεγαλώνει γρήγορα, κατάφυτος, στασιμότητα ανάπτυξης, αύξηση, ρυθμός ανάπτυξης, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωση, οικονομική ανάπτυξη, πληθυσμιακή αύξηση, αθροιστική ανάπτυξη, μειωμένη ανάπτυξη, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αγόρι στην ανάπτυξη, θάλαμος ανάπτυξης, πρόβλεψη ανάπτυξης, αύξηση εσόδων, προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη, σταθερή ανάπτυξη, ανοδική τάση, ανάπτυξη οργάνωσης, αυξανόμενα κέρδη, αναπτυσσόμενος, σε άνοδο, ομαλή προσγείωση, αργή ανάπτυξη, πόνοι ανάπτυξης, που δείχνει ανοδικές τάσεις, αναπτυσσόμενος, ξεπερνώ μεγαλώνοντας, συνεχώς αυξανόμενος, αυξητική ορμόνη, άλμα ανάπτυξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crescita
ανάπτυξη(sviluppo fisico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La crescita di un bambino di solito si ferma verso i venti anni. Η ανάπτυξη του παιδιού συνήθως σταματά κοντά στα 20 του χρόνια. |
ανάπτυξη(sviluppo emozionale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La crescita emozionale di Bobby lo scorso anno è stata notevole. Η συναισθηματική ανάπτυξη του Μπόμπυ τον τελευταίο χρόνο ήταν εντυπωσιακή. |
εξέλιξη, ανάπτυξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli organizzatori del festival musicale erano sorpresi della crescita che aveva avuto anno dopo anno. Οι οργανωτές έμειναν έκπληκτοι με την εξέλιξη που σημείωνε το μουσικό φεστιβάλ χρόνο με το χρόνο. |
ανάπτυξη(sviluppo economico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il governo qui tenta di controllare la crescita così che avvenga costantemente. |
αύξησηsostantivo femminile (dei profitti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'azienda ha riferito una crescita nei profitti. |
ανάπτυξη(economico, sociale) (οικονομικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il paese continua il suo lento ma continuo sviluppo. Η χώρα συνεχίζει την αργή αλλά σταθερή ανάπτυξή της. |
κέρδος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La compagnia ha mostrato uno sviluppo significativo quest'anno. |
ανάπτυξη, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανατροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διόγκωση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Όσο βελτιώνεται η οικονομία, αναμένεται μα διόγκωση της αγοράς εργασίας. |
αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tuo stipendio crescerà con incrementi del 2% ogni anno. |
αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il consiglio di amministrazione sta considerando degli aumenti per i pacchetti di pensionamento quest'anno. |
ανατίμηση(dei prezzi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Recentemente si è verificato un aumento del valore degli oggetti d'arte dell'antica Cina. Έγινε πρόσφατα ανατίμηση στην αξία των αρχαίων κινεζικών έργων τέχνης. |
άνοδος, ανοδική πορεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ωρίμανσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maturazione può essere un periodo di confusione per ragazzi e ragazze. |
επέκταση, ανάπτυξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επέκταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'espansione dell'azienda è stata incredibile: un anno fa c'era un solo negozio a Londra e ora hanno punti vendita in tutta Europa. Η έως τώρα επέκταση της εταιρείας είναι απίστευτη· πριν από ένα χρόνο υπήρχε μόνο ένα μαγαζί στο Λονδίνο και τώρα έχουν υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη. |
κέρδος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il rialzo delle azioni lo ha arricchito. Το κέρδος από τη μετοχή τον έκανε πλούσιο. |
ανάπτυξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'economia della nazione ha visto una qualche espansione nell'ultimo trimestre. |
επέκτασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σε ανοδική πορείαaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθυστέρηση ανάπτυξηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναδυόμενοςaggettivo (μεταφορικά) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Al momento ci sono alcune interessanti tecnologie emergenti. |
πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός
Si sta esortando la gente a mantenersi ben idratata con queste temperature crescenti. |
στην ανάπτυξηlocuzione aggettivale (persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un ragazzo in crescita! Ha bisogno di una ricca colazione! |
ταχύτερα αναπτυσσόμενοςlocuzione aggettivale (superlativo) |
αυξανόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε άνοδοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quest'anno l'occupazione è in aumento. |
που μεγαλώνει γρήγοραlocuzione aggettivale (fisica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάφυτοςsostantivo femminile (piante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στασιμότητα ανάπτυξηςsostantivo maschile (patologia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αύξησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mancanza di esercizio porta ad una crescita graduale di grasso nel corpo. |
ρυθμός ανάπτυξηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) C'è stato un aumento del tasso di crescita nell'economica del Regno Unito. |
ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cancro è una crescita incontrollata di cellule anomale. |
οικονομική ανάπτυξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληθυσμιακή αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αθροιστική ανάπτυξηsostantivo femminile L'idea di guadagnare gli interessi sugli interessi è alla base della crescita composta. |
μειωμένη ανάπτυξηsostantivo maschile |
παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγόρι στην ανάπτυξηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per ragazzi in crescita come te è particolarmente importante mangiare in maniera sana. |
θάλαμος ανάπτυξηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La camera di crescita è situata all'interno della serra stessa. |
πρόβλεψη ανάπτυξηςsostantivo plurale femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αύξηση εσόδωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξηsostantivo femminile |
σταθερή ανάπτυξηsostantivo femminile |
ανοδική τάσηsostantivo maschile |
ανάπτυξη οργάνωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυξανόμενα κέρδηsostantivo plurale maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπτυσσόμενοςlocuzione aggettivale (pianta) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Le radici procurano il nutrimento alla pianta in crescita. Οι ρίζες παρέχουν θρεπτικά στοιχεία στο αναπτυσσόμενο φυτό. |
σε άνοδο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομαλή προσγείωσηsostantivo femminile (economia) (μεταφορικά) La maggior parte degli economisti prevede una crescita rallentata dell'economia. |
αργή ανάπτυξηsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόνοι ανάπτυξηςsostantivo plurale maschile Circa il 20 percento dei bambini inetà scolare soffre di dolori di crescita. |
που δείχνει ανοδικές τάσεις(azioni) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli indici di borsa in crescita stanno attirando investimenti. Οι δείκτες που δείχνουν ανοδικές τάσεις στο χρηματιστήριο ενθαρρύνουν τις επενδύσεις. |
αναπτυσσόμενοςlocuzione aggettivale (economia) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) La Cina è un'economia in crescita. Η Κίνα είναι μια αναπτυσσόμενη οικονομία. |
ξεπερνώ μεγαλώνονταςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Diversi bambini guariscono dalle prime allergie durante la crescita. Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες. |
συνεχώς αυξανόμενοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξητική ορμόνηsostantivo maschile |
άλμα ανάπτυξης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crescita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του crescita
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.