Τι σημαίνει το taglio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης taglio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taglio στο Ιταλικό.
Η λέξη taglio στο Ιταλικό σημαίνει κόβω, αποκόπτω, απομακρύνω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, τραβάω χαρτί, ανοίγω, κόβω, ρίχνω, κόβω, κόβω, αραιώνω, κάνω τομή, μειώνω, κόβω, ψαλιδίζω, κόβω, κόβω δρόμο, κόβω κομματάκια, αφαιρώ, κόβω, κόβω, κόβω, βγάζω, πριονίζω, κόβω, χαράσσω, συντομεύω, κουρεύω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, κόβω, μειώνω, κόβω, κόβω, κόβω, σκίζω, σχίζω, κόβω, κουρεύω, διαγράφω, αφαιρώ, κόβω, πετσοκόβω, κόβω, κόβομαι, σκίζω, σχίζω, αφαιρώ, κόβω, κουρεύω, σταυρώνω, πελεκώ, λαξεύω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, κόβω, κόβω, κουρεύω, κόβω, λογοκρίνω, αποκόπτω, κόβω, αποδεκατίζω, κόψιμο, περικοπή, κόψιμο, κομμάτι, μέρος, κόψιμο, σχίσιμο, κόψιμο, κούρεμα, μείωση, περικοπή, κούρεμα, λογοκρισία, ονομαστική αξία, διακοπή, εφαρμογή, εφαρμογή, κούρεμα, τομή, τομή, ύφος, σχισμή, εγκοπή, σκίσιμο, κόψιμο, κόψιμο, κούρεμα, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω στη μέση, αφαιρώ, επικοπίδα, φρεζάρισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης taglio
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tagliò lo spago e aprì il pacco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
αποκόπτω, απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: legame morale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori hanno tagliato i ponti con il figlio alcolizzato, lui non era nemmeno menzionato nel testamento. Οι γονείς αποκλήρωσαν τον αλκοολικό γιο τους, ο οποίος δεν αναφέρθηκε καν στη διαθήκη τους. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il chirurgo ha tagliato il torace del paziente. Ο χειρούργος έκανε μια τομή στο στήθος του ασθενή. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo tagliare un po' la lunghezza di questo discorso. Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manico della busta della spesa gli stava tagliando le dita. Το χερούλι της τσάντας με τα ψώνια του έκοβε τα δάχτυλά. |
κόβωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Taglia bene questo coltello? |
κόβωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo coltello taglia in modo netto. |
τραβάω χαρτίverbo transitivo o transitivo pronominale (per stabilire il dealer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tagliamo il mazzo e chi avrà la carta più alta darà le carte. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con il suo trattore ha tagliato un sentiero nel campo di grano. Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (capelli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei capelli stanno diventando troppo lunghi, presto dovrò tagliarli. Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω). |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: prezzi) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La catena di supermercati sta tagliando i prezzi per attrarre nuovi clienti. Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tagliato dei fiori per portarli alla sua ragazza. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuoi tagliare il mazzo o do le carte adesso? |
αραιώνω(alcolici) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni barman allungano la vodka con l'acqua. |
κάνω τομήverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον, κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dottore ha inciso il paziente per iniziare la sua operazione. Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση. |
μειώνω(spese) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo speso troppo ultimamente; dobbiamo tagliare. Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (con ascia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I boscaioli hanno tagliato le conifere. |
ψαλιδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω δρόμο(fare una scorciatoia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La strada da fare è ancora lunga, ma se tagliamo attraverso i campi la accorciamo di almeno mezz'ora. |
κόβω κομματάκια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vuoi dar da mangiare a tutti devi tagliare il pollo in pezzi più piccoli. Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια. |
αφαιρώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I censori taglieranno tutti i riferimenti ai libri proibiti quando rivedranno questo articolo. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (scena, capitolo, pezzo, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il regista ha tagliato la scena dalla versione finale del film. Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (strada: a un veicolo) (μεταφορικά: επικίνδυνη προσπέραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una Mondeo blu mi ha tagliato la strada mentre mi avvicinavo all'incrocio. |
βγάζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της. |
πριονίζω(figurato: gesticolare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tagliava l'aria con la mano. |
κόβω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (κόψιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha detto che dovresti tagliare la corteccia della pianta per farla fiorire prima. Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα. |
συντομεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo è un buon tema ma è troppo lungo, lo puoi tagliare un po'? |
κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ουρά αλόγου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima della mostra lo stalliere ha tagliato le code dei cavalli. |
κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγουverbo transitivo o transitivo pronominale (coda di cavallo) (για να στέκεται πιο ψηλά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dan ha tagliato la coda al cavallo. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (da immagine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (spese) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ora che sono disoccupato dovremo tagliare le nostre spese. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charles tagliò la legna in vista dell'inverno. Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom si è tagliato il pollice con il suo nuovo coltello da caccia. |
κόβω, σκίζω, σχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ladro squarciò i cuscini del divano per vedere se c'era nascosto qualcosa dentro. Ο διαρρήκτης έσχισε τα μαξιλάρια του καναπέ για να δει μήπως ήταν τίποτα κρυμμένο μέσα. |
κόβω, κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il barbiere tagliò i capelli a John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
διαγράφω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seguendo il consiglio legale, l'editore ha tagliato alcuni passaggi del testo. |
κόβω, πετσοκόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di cucinare i broccoli taglio i gambi. Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate si è tagliata mentre si stava depilando le gambe. |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paula squarciò il cuscino e tirò fuori l'imbottitura. Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα. |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry si spunta la barba regolarmente. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (prati, giardini, ecc.) (γρασίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo fatto tagliare il prato da dei professionisti. Το γρασίδι μας κουρεύτηκε από επαγγελματίες. |
σταυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per scrivere la lettera "t", taglia la linea verticale con una orizzontale. Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”. |
πελεκώ, λαξεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I boscaioli hanno abbattuto tutte le conifere di questa zona. |
ανοίγω δρόμο μέσα από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura tosò la sterpaglia per creare un sentiero. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (fotografia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fotografo ritagliò la foto in modo che si potesse adattare alla cornice. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (δίνω σχήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary ritagliò l'asse con una sega per farla entrare. |
κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La coda del cane era stata mozzata. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (υλοτομία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli uomini che tagliavano gli alberi indossavano caschi protettivi. |
λογοκρίνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκόπτω(con una lama) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per riparare il tavolo ho dovuto rimuovere il piallaccio danneggiato e sostituirlo con un nuovo pezzo delle stesse dimensioni. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan chiese al barbiere di accorciargli un po' i capelli. |
αποδεκατίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comune ha eliminato l'ente che cura l'applicazione dei regolamenti edilizi e il risultato di ciò è stato l'incendio. |
κόψιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il taglio è avvenuto in meno di un secondo. |
περικοπήsostantivo maschile (cinema) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tecnico ha fatto così tanti tagli che il film è diventato la metà di quello che era. |
κόψιμοsostantivo maschile (στιλ, σχήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piace il taglio di quel vestito. Μου αρέσει η κοψιά αυτού του φορέματος. |
κομμάτι, μέροςsostantivo maschile (di carne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Che taglio di carne consiglierebbe per uno stufato? Ποιο κομμάτι (or: μέρος) κρέατος θα συνιστούσες για στιφάδο; |
κόψιμο, σχίσιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il taglio era lungo quattro centimetri. Η τομή (or: σχισμή) είχε μήκος τέσσερα εκατοστά. |
κόψιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il taglio della carta e i collage sono attività molto frequenti alla scuola materna. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το κόψιμο με μυτερό ψαλίδι είναι επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά. |
κούρεμα(μόνιμο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si è fatta un taglio nuovo e molto più corto. |
μείωση, περικοπή(figurato: riduzione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanto severi saranno i tagli nell'azienda? |
κούρεμα(di capelli) (με κόψιμο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nuovo taglio di Linda è molto moderno e chic. |
λογοκρισία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ονομαστική αξία(banconote) (χρήματα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In che taglio desidera i suoi contanti? |
διακοπή(figurato: sospensione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εφαρμογήsostantivo maschile (vestiti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che pensi del taglio di questo vestito? |
εφαρμογήsostantivo maschile (di vestiti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non mi piace il taglio di quel vestito. Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος. |
κούρεμαsostantivo maschile (finanza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quest'anno è stato dato un taglio alle forniture per ufficio. |
τομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τομή(chirurgia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ύφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo stilista ha dato al vestito una piega moderna. |
σχισμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chris vedeva nel giardino dei vicini attraverso uno squarcio nel recinto. Ο Κρις μπορούσε να δει τον κήπο του γείτονα από μια σχισμή στον φράκτη. |
εγκοπή(πριονιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκίσιμο, κόψιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era uno squarcio che correva quasi dalla parte superiore a quella inferiore della tenda. Υπήρχε ένα σκίσιμο που διέτρεχε την κουρτίνα σχεδόν από πάνω μέχρι κάτω. |
κόψιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle aveva un graffio sul braccio causatogli da un ramo di rosa. |
κούρεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Γκάρετ πήγε να κουρευτεί στο διάλειμμά του. |
κόβω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva la gamba tanto danneggiata che i dottori hanno dovuto tagliargliela via. Το πόδι του είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη που οι γιατροί έπρεπε να το κόψουν. |
κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale La madre ha tagliato la pietanza della figlia in piccoli pezzi. Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβω στη μέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I dottori hanno asportato il tumore, eliminando il cancro. Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό. |
επικοπίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φρεζάρισμαverbo intransitivo (ξύλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si possono fare dei fori nel legno tagliando con una fresa verticale. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taglio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του taglio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.