Τι σημαίνει το buon στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buon στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buon στο Ιταλικό.

Η λέξη buon στο Ιταλικό σημαίνει καλαίσθητος, φτηνιάρικος, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μη οξυδερκής, φήμη, οινόφιλος, καλό όνομα, που αξίζει τα λεφτά του, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, λεπτός, λεπτεπίλεπτος, νωρίς, φτηνά, κακόγουστα, φθηνός, φτηνός, μοσχοβολιστός, πρόθυμα, λογικός, οικονομικός, ευοίωνος, ευνοϊκός, καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος, έγκαιρος, καλοδιάθετος, γλυκός, ήρεμος, ευγενικός, ήρεμος, καλόκαρδος, που χαίρει σεβασμού, οξυδερκής, επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού, καλοφτιαγμένος, καλοσχεδιασμένος, καλοσχεδιασμένος, φτηνά, δικαίως, επάξια, γρήγορα, νωρίς το πρωί, σε τιμή ευκαιρίας, άκομψα, και πολύ άργησε, σε καλή τιμή, ευδιάθετος, καλό ταξίδι, καλό απόγευμα, αμάν, καλή όρεξη, καλημέρα, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, καλά Χριστούγεννα, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, καλό Σαββατοκύριακο, καλά Χριστούγεννα, Καλή όρεξη!, Χρόνια πολλά!, Ευτυχισμένο Χαλοουίν!, Καλή Τετάρτη!, Χρόνια πολλά!, Καλές διακοπές, Σοβαρά;, Χρόνια πολλά!, συγχαρητήρια, Ευτυχισμένη επέτειο!, σοφία, καλή σχέση, οιωνός, πιασάρικος, εξαιρετικός συνομιλητής, που διαφωτίζει, αφηγητής, ευκαιρία, καλό παράδειγμα, που βοηθάει το διπλανό του, καλή τιμή, Kαλός Σαμαρείτης, ωραία γεύση, συμβουλή, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, καλόκαρδος, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, καλή συμπεριφορά, καλός Χριστιανός, ευχάριστος χαρακτήρας, καλό προαίσθημα, καλός φίλος, καλή ακοή, καλή διάθεση, καλός άνθρωπος, καλός βαθμός, καλός λόγος, που ρίχνει καλές βολές, καλός σκοπός, φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο, λογική τιμή, ευγενής άγριος, ευχάριστο ταξίδι, χριστουγεννιάτικη κάρτα, καλή διάθεση, καλή χρονιά, ομαδικός παίκτης, μάρτυρας χαρακτήρα, νωρίς το πρωί, πρωινό ξεκίνημα, καλό φαγητό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buon

καλαίσθητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pensavo che la tinta rossa in camera da letto fosse raffinata, ma a Derek non è piaciuta.

φτηνιάρικος

(a basso prezzo) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il teatro si manteneva grazie alle donazioni di spettatori generosi.

μη οξυδερκής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φήμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fabbricazione di prodotti difettosi ha intaccato la reputazione dell'azienda.
Η παραγωγή ελαττωματικών αγαθών έχει πλήξει τη φήμη της εταιρείας.

οινόφιλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλό όνομα

Anche se non sono mai stati confermati, i sospetti hanno minato la sua reputazione.

που αξίζει τα λεφτά του

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους.

αποτυγχάνω

(δεν επιτυγχάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il progetto è fallito perché hanno finito i soldi.
Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα.

αποτυγχάνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

λεπτός, λεπτεπίλεπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νωρίς

(πρωτύτερα από συνήθως)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono arrivato al lavoro prima oggi, per cambiare!
Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή!

φτηνά, κακόγουστα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La casa era decorata grossolanamente con colori sgargianti.

φθηνός, φτηνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μοσχοβολιστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόθυμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το άλογο τραβούσε πρόθυμα το κάρο.

λογικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nathan è molto ragionevole, non fa mai niente di folle e spontaneo.
Ο Νέιθαν είναι πολύ λογικός. Δεν κάνει ποτέ τίποτα άστοχα κι αυθόρμητα.

οικονομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah e il suo ragazzo stanno cercando un appartamento a buon mercato.
Η Λέα και το αγόρι της ψάχνουν για ένα οικονομικό διαμέρισμα.

ευοίωνος, ευνοϊκός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi il tempo sembra favorevole per un picnic.
Ο καιρός φαίνεται ευνοϊκός για ένα πικ νικ σήμερα.

καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έγκαιρος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοδιάθετος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era da molto che non vedevo Jenny di buon umore. È su di morale nonostante il licenziamento.
Πάει καιρός από τότε που είδα τη Τζένη καλοδιάθετη. Παρά την απόλυσή του, είναι καλοδιάθετος.

γλυκός, ήρεμος, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλόκαρδος

locuzione aggettivale (figurato: buono, generoso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που χαίρει σεβασμού

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οξυδερκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καλοφτιαγμένος, καλοσχεδιασμένος

(di abito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοσχεδιασμένος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτηνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con un po' di programmazione e creatività è possibile viaggiare in giro per l'Europa spendendo poco.

δικαίως, επάξια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Avendo servito l'azienda per anni, Jane era stata meritatamente promossa a manager.

γρήγορα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I lavori per il nuovo complesso per il tempo libero continuano rapidamente.

νωρίς το πρωί

locuzione avverbiale (figurato: presto)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε τιμή ευκαιρίας

(πολύ φθηνά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono riuscito a comprare tutto un nuovo guardaroba di abbigliamento a un buon prezzo.

άκομψα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

και πολύ άργησε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε καλή τιμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono riuscito a comprare il mio PC a un buon prezzo.

ευδιάθετος

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho preso un ottimo voto nella mia traduzione di oggi e sono di buon umore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρα άριστα για τη μετάφρασή μου σήμερα και γι' αυτό είμαι ευδιάθετος.

καλό ταξίδι

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Andrew ci ha augurato "buon viaggio" prima che salissimo a bordo dell'imbarcazione.

καλό απόγευμα

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Phil mi ha augurato buon pomeriggio quando ci siamo incrociati in corridoio.
Ο Φιλ μου ευχήθηκε καλό απόγευμα καθώς με προσπέρασε στον διάδρομο.

αμάν

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Buon Dio! Ben è riuscito finalmente a passare l'esame di guida!"

καλή όρεξη

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando il pranzo fu servito, il cameriere disse "Buon appetito" e iniziammo a mangiare.

καλημέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Buongiorno! Ti sei svegliato presto oggi!
Καλημέρα! Πρωί-πρωί σηκώθηκες σήμερα!

καλό ταξίδι, καλές διακοπές

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ecco i sui biglietti, signore. Buon viaggio!

καλά Χριστούγεννα

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών

interiezione (USA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα!

καλό Σαββατοκύριακο

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Buon weekend, e ci vediamo lunedì.

καλά Χριστούγεννα

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh, che imbarazzo, ho augurato al rabbino Buon Natale invece di Felice Hanukkah!

Καλή όρεξη!

(generale: pasto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χρόνια πολλά!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Buon compleanno Scott! Non vedo l'ora di venire alla tua festa venerdì.

Ευτυχισμένο Χαλοουίν!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλή Τετάρτη!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χρόνια πολλά!

interiezione (USA)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλές διακοπές

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σοβαρά;

interiezione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

Χρόνια πολλά!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγχαρητήρια

interiezione (ενίοτε και ειρωνικά)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ευτυχισμένη επέτειο!

interiezione

σοφία

(saggezza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era una donna di grande saggezza (or: assennatezza) (or: avvedutezza) (or: accortezza).
Ήταν μια γυναίκα με μεγάλη σοφία.

καλή σχέση

Steve ed Harry vanno d'accordo, hanno un buon rapporto.
Ο Στιβ και ο Χάρι τα πάνε καλά, έχουν ένα δέσιμο.

οιωνός

sostantivo maschile (για κάτι καλό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιασάρικος

(καθομ: προϊόν)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαιρετικός συνομιλητής

sostantivo maschile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που διαφωτίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφηγητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευκαιρία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questi drink sono un buon affare, costano solo 1 dollaro a bottiglia.
Αυτά τα ποτά ήταν ευκαιρία, τα αγόρασα μόλις 1 δολάριο το μπουκάλι.

καλό παράδειγμα

sostantivo maschile (figurato)

Come insegnante, è importante dare il buon esempio agli studenti.

που βοηθάει το διπλανό του

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È importante essere dei buoni vicini, consapevoli di come influenziamo la comunità in cui viviamo.
Είναι σημαντικό να βοηθάς τον διπλανό σου και να αναγνωρίζεις την επίδραση που έχει κάθε άνθρωπος στην κοινότητα που ζούμε.

καλή τιμή

sostantivo maschile

L'albergo fa dei buoni prezzi per le camere.

Kαλός Σαμαρείτης

sostantivo maschile

Il pastore oggi ha fatto una predica sul buon samaritano.

ωραία γεύση

sostantivo maschile

È un vino molto semplice ma ha comunque un sapore piacevole.

συμβουλή

(idiomatico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non venite in questo quartiere da soli la sera. A buon intenditor poche parole!
Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει.

υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un bravo terapista deve saper ascoltare.

καλόκαρδος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini lo adorano perché è una persona di gran cuore.

αναζήτηση πλούσιου γαμπρού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I suoi amici criticavano la sua tendenza a cercare uomini facoltosi.

καλή συμπεριφορά

καλός Χριστιανός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un buon cristiano vive la sua vita sul modello di quella di Gesù.

ευχάριστος χαρακτήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I labrador hanno una buona indole che li rende adatti a stare coi bambini.
Τα Λαμπραντόρ έχουν ευχάριστο χαρακτήρα που τα κάνει καλούς σκύλους για τα παιδιά.

καλό προαίσθημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho un buon presentimento per questa intervista.

καλός φίλος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Luigi è un mio buon amico ed io mi fido di lui completamente.

καλή ακοή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nonna non ha un buon udito perciò devi parlare forte e chiaro con lei.

καλή διάθεση

sostantivo maschile

Quando il sole risplende, mi sento di buon umore.

καλός άνθρωπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mio zio è un brav'uomo e aiuta sempre i suoi vicini di casa.

καλός βαθμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho preso dei buoni voti in tutti gli esami.

καλός λόγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Deve aver avuto un buon motivo per dire ciò che ne ha fatto di lui.

που ρίχνει καλές βολές

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Va al poligono di tiro ogni due giorni ed è un bravo tiratore, ma non abbastanza da partecipare alle Olimpiadi.

καλός σκοπός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cerca di fare buon uso del tuo talento

φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο

sostantivo maschile (ΗΠΑ,αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογική τιμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo negozio vende vestiti ad un prezzo onesto.

ευγενής άγριος

sostantivo maschile (λογοτεχνία, πολιτισμικές σπουδές)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Molti scrittori del Settecento furono influenzati dal mito del "buon selvaggio".
Ο μύθος του «ευγενούς άγριου» επηρέασε πολλούς σημαντικούς πολιτικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.

ευχάριστο ταξίδι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χριστουγεννιάτικη κάρτα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scorso Natale ho mandato 32 biglietti di auguri ai miei amici e parenti in giro per il mondo.

καλή διάθεση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A volte è di buon umore, a volte di malumore; non c'è modo di prevederlo.
Έχει καλή διάθεση και κακή διάθεση - δεν μπορείς να το προβλέψεις.

καλή χρονιά

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti fecero un brindisi coi bicchieri augurandosi buon anno.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

ομαδικός παίκτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi considero un buon giocatore di squadra che lavora bene con gli altri.

μάρτυρας χαρακτήρα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

νωρίς το πρωί

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il mattino presto è l'ora migliore per osservare gli uccelli, perché sono appena atterrati dopo essere migrati tutta la notte.
Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση.

πρωινό ξεκίνημα

Vado a letto ora perché domattina mi devo svegliare presto.

καλό φαγητό

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buon στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.