Τι σημαίνει το brillante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brillante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brillante στο Ιταλικό.

Η λέξη brillante στο Ιταλικό σημαίνει λαμπερός, λαμπρός, λαμπρός, απίθανος, εξαιρετικός, έξυπνος, ευφυής, καλός, ωραίος, φωτεινός, λαμπερός, έντονος, μπριγιάν, μπριγιάν, γυαλιστερός, λαμπερός, γυαλιστερός, που λάμπει, που γυαλίζει, λαμπερός, λαμπρός, αστραφτερός, που καίει δυνατά, γυαλιστερός, λαμπερός, λαμπρός, λαμπερός, αστραφτερός, επιδεικτικός, φωτεινός, έντονος, φωτεινός, αιχμηρός, φθαρμένος, έξυπνος, λαμπερός, λαμπρός, γυαλιστερός, λαμπερός, αστραφτερός, λαμπερός, αστραφτερός, γυαλιστερός, αστραφτερός, λαμπερός, γυαλισμένος, ζωηρός, χαρούμενος, χαρωπός, χρωματιστός, πανέξυπνος, ευφυέστατος, φανταχτερός, κραυγαλέος, λαμπερός, αστραφτερός, λαμπερός, εμπνευσμένος, λαμπερός, φωτεινός, ζωντανός, λάμπω, λάμπω, τρεμοπαίζω, τρεμοφέγγω, λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω, τα πάω περίφημα, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λαμπαδιάζω, λάμπω, λαμπυρίζω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, αστράφτω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λάμψη, χάντρινος, που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του, διαπρέπων, ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, προσεγμένη παρουσίαση, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, φανταχτερά, κόκκινο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brillante

λαμπερός, λαμπρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il sole brillante faceva strizzare gli occhi al bambino.
Ο λαμπερός ήλιος έκανε το μωρό να μισοκλείνει τα μάτια του.

λαμπρός

(figurato: intelligente) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il brillante libro del dott. White ha rivoluzionato il pensiero politico moderno.

απίθανος, εξαιρετικός

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξυπνος, ευφυής

aggettivo (intelligente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cole è un giovane molto brillante.
Ο Κόουλ είναι ένας πολύ έξυπνος (or: ευφυής) νέος.

καλός, ωραίος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha fatto una presentazione brillante.

φωτεινός, λαμπερός, έντονος

aggettivo (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nuova auto di Claire è di un rosso brillante.

μπριγιάν

sostantivo maschile (diamante)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il brillante non usa più molto per le fedi matrimoniali.

μπριγιάν

sostantivo maschile (taglio di diamante)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
È il brillante che dà lucentezza a questo diamante.

γυαλιστερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La finitura brillante dei mobili li faceva apparire lucidi.

λαμπερός, γυαλιστερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel guardò i gioielli scintillanti nella vetrina del negozio.
Η Ρέιτσελ κοίταζε τα λαμπερά (or: γυαλιστερά) κοσμήματα στη βιτρίνα του καταστήματος.

που λάμπει, που γυαλίζει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel lucidò il tavolo finché non fu brillante.
Η Ρέητσελ γυάλισε το τραπέζι μέχρι που γυάλισε.

λαμπερός, λαμπρός, αστραφτερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που καίει δυνατά

(luce o fuoco) (φωτιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυαλιστερός

aggettivo (vernice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vorrei della vernice brillante per la cornice della finestra nel mio soggiorno.

λαμπερός, λαμπρός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen era conosciuta per il suo brillante acume.
Η Χέλεν ήταν γνωστή για το σπινθηροβόλο πνεύμα της.

λαμπερός, αστραφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Caroline fissò le stelle luccicanti e cercò di riconoscere le costellazioni.

επιδεικτικός

aggettivo (di azione) (με στόχο την προβολή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φωτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un bel colore blu brillante.

έντονος, φωτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel quadro ha molti colori brillanti.

αιχμηρός

aggettivo (intelligente) (μτφ: τολμηρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'articolo era pieno di idee brillanti.
Το άρθρο ήταν γεμάτο από αιχμηρές (or: τολμηρές) απόψεις.

φθαρμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tim indossava una giacca con i gomiti lucidi.

έξυπνος

(figurato: intelligente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una ragazza sveglia.
Είναι έξυπνο (or: ξύπνιο) κορίτσι.

λαμπερός, λαμπρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La luna brillante illuminava la notte.
Η λαμπερή πανσέληνος φώτιζε τη νύχτα.

γυαλιστερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alla fine l'oggetto splendente che abbiamo visto era un tetto di metallo.

λαμπερός, αστραφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαμπερός, αστραφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυαλιστερός, αστραφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαμπερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυαλισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ζωηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La band ha suonato della musica vivace per incoraggiare la gente a ballare.
Το συγκρότημα έπαιξε έναν χαρούμενο σκοπό για να ενθαρρύνει τον κόσμο να χορέψει.

χαρούμενος, χαρωπός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli uccelli giocosi cantavano sugli alberi.
Τα χαρωπά πουλιά τραγουδούσαν στα δέντρα.

χρωματιστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ragazze indossavano vistosi abiti blu e gialli.
Τα νεαρά κορίτσια φορούσαν ζωηρόχρωμα φορέματα σε μπλε και κίτρινα.

πανέξυπνος, ευφυέστατος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'idea di Gabby di ridisporre l'esposizione dei prodotti è stata brillante.
Η ιδέα της Γκάμπυ να ξαναφτιάξει την έκθεση των προϊόντων ήταν πανέξυπνη.

φανταχτερός, κραυγαλέος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steven indossava pantaloni fatti con un tessuto giallo acceso.

λαμπερός, αστραφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le luci brillanti del ristorante scintillavano allegramente.

λαμπερός

aggettivo (pelle in salute)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pelle luminosa di Polly è l'effetto di una buona crema idratante.

εμπνευσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hanno sicuramente un approccio illuminato al problema.
Είναι βέβαιο πως έχουν μια εμπνευσμένη προσέγγισή για το πρόβλημα.

λαμπερός, φωτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La statua era dipinta di un color oro brillante.

ζωντανός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λάμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό.

λάμπω

verbo intransitivo (figurato: occhi) (από ενθουσιασμό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρεμοπαίζω, τρεμοφέγγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luce scintillava sull'acqua.
Το φως τρεμόπαιζε στο νερό.

λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il diamante dell'anello di fidanzamento di Patricia scintillava quando la luce lo colpiva.
Το διαμάντι στο δαχτυλίδι αρραβώνων της Πατρίσια λαμπύριζε καθώς έπεφτε πάνω του το φως.

λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Guarda come brilla la sua collana alla luce.

τα πάω περίφημα

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi lei brillerà nella gara.
Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό.

λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le stelle risplendevano nel cielo notturno.
Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό.

λαμπαδιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cerino brillò quando Jim lo sfregò.
Το σπίρτο λαμπάδιασε όταν το άναψε ο Τζιμ.

λάμπω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glen risplendeva stasera, tutti sono rimasti impressionati dal suo acume.

λαμπυρίζω, λάμπω, αστράφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli occhi della vecchia signora brillarono di ilarità come se stesse ridendo di una bella barzelletta.

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era mezzogiorno e il sole splendeva.
Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε.

λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λάμψη

verbo intransitivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I soldati vedevano una lanterna brillare in lontananza.
Οι στρατιώτες μπορούσαν να δουν τη λάμψη ενός φαναριού μπροστά μακριά.

χάντρινος

aggettivo (occhi) (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαπρέπων

(istruzione)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi è appena venuta un'idea brillante: perché non organizziamo una festa a sorpresa per Lisa?

λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua inventiva trasformò un potenziale disastro in un brillante successo.

προσεγμένη παρουσίαση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non è bravo a spiegarla, ma brilla davvero in matematica.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

φανταχτερά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κόκκινο

sostantivo maschile (colore) (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il rosso fragola luminoso era il suo colore preferito.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brillante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.