Τι σημαίνει το abbiamo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abbiamo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abbiamo στο Ιταλικό.

Η λέξη abbiamo στο Ιταλικό σημαίνει έχω, έχω, έχω, έχω, έχω, παίρνω, έχω, έχω, έχων, φοράω, φορώ, κουβαλάω, κουβαλώ, -, παίρνω, έχεις, έχω, αυτός έχει, έχω, έχει, παθαίνω, είμαι, συναντάω, συναντώ, έχω, φιλοξενώ, έχω, προκαλώ, πουλάω, πουλώ, κρατάω, κουβαλάω, έχω κπ/κτ κοντά μου, θα, είχε, υπάρχοντα, είμαι, χρησιμοποιώ, έχω, κάνω, παθαίνω, φοράω, φορώ, καλώ, προσκαλώ, που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια, αποτυχημένος, απαξιωτικός, απόλυτα σωστός, γερνώ, αξίζω, το να έχω πυρετό, πρέπει, έχω γνώση, αποβάλλω, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, επιδρώ, συμβάλλω, αποτυγχάνω, πληρώνω, φοβάμαι, απαιτώ, επιβάλλω, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, που έχει ερωτικές σχέσεις, που έχει ερωτικές επαφές, που έχει επαφές, στερημένος, το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ, έχω την πρόθεση, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, μεσολαβώ, παρεμβάλλομαι, ευημερώ, αποβάλλω, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, χάνω τον έλεγχο, εκτιμώ, σέβομαι, δεκαέξι, ενενήντα ένα, ενενήντα ενός, έχω κπ στο χέρι, σκέφτομαι, κάνω εμετό, επικρατώ, ανακατεύομαι, έχω διαρροή, εκλέπτυνση, χρειάζεται, πρέπει, γκριζομάλλης, γυρίζω, διψάω, διψώ, διψάω, μοσχοβολιστός, που φταίει, πετυχαίνω τα πάντα, ονειροπολώ, επικοινωνώ με κπ, δοκιμάζω, γεύομαι, η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση, επιτυχής, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, πεινάω σα λύκος, κομψός, ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένος, τολμηρός, θαρραλέος, κακόκεφος, άκεφος, μουτρωμένος, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, που υποφέρει από τζετ λαγκ, θλιμμένος, λυπημένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι, βαρήκοος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abbiamo

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (υποφέρω από)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al momento ha l'influenza.
Έχει γρίπη τώρα.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (genitori)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno due figlie femmine e un maschio.
΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (in mente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha molti progetti.
Έχει πολλά σχέδια.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posso avere un'altra tazza di tè, per favore?
Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ;

έχω

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ho perso le chiavi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχω χάσει τα κλειδιά μου.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai già avuto i risultati del tuo esame?

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ιδιοκτησία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha una casa grande e due automobili.
Διαθέτει (or: Κατέχει) μια μεγάλη οικία και δύο αυτοκίνητα.

έχω

(χαρακτηριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha una personalità molto forte. Il programma ha un pulsante di eliminazione.
Διαθέτει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής.

έχων

verbo intransitivo (μτφ: πλούσιος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Quelli che hanno non comprendono sempre quelli che non hanno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al giorno d'oggi tutti indossano i jeans.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

(un sorriso, ecc.) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sono usciti dal cinema con il sorriso.
Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostra uno sguardo compiaciuto quando vince.
Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.

έχεις

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimmi che cosa hai fatto.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai un bel coraggio a parlarmi in quel modo! James ha una splendida collezione di dischi.
Έχεις πολύ θράσος για να μου μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο! Ο Τζέιμς έχει μια απίθανη συλλογή δίσκων.

αυτός έχει

verbo transitivo o transitivo pronominale (3° persona singolare maschile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi ha dato un mucchio di lavori da fare per la casa prima di pranzo.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho la sensazione che siamo già stati qui.
Έχω την αίσθηση ότι έχω ξαναβρεθεί εδώ στο παρελθόν.

έχει

verbo transitivo o transitivo pronominale (terza persona singolare) (τρίτο ενικό του έχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha una nuova macchina.
Έχει ένα καινούριο αυτοκίνητο.

παθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ebbe un incidente mentre andava in tribunale.
Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα.

είμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (età)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Robert ha dieci anni.
Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών.

συναντάω, συναντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il viaggiatore ha una strana visione entrando in città.
Ο ταξιδιώτης συνάντησε ένα περίεργο θέαμα καθώς έμπαινε στην πόλη.

έχω

verbo (possedere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah ha le chiavi della macchina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κατέχει εξέχουσα θέση στην κυβέρνηση.

φιλοξενώ

(ospitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (opinione, idea) (άποψη, γνώμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sappiamo che non tutti i membri del partito hanno la stessa opinione in materia.

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αντιδράσεις, συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il discorso del presidente al Congresso ha ricevuto reazioni diverse, un partito ha esultato, l'altro ha fischiato.
Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε.

πουλάω, πουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo negozio non tiene tutti i marchi di abbigliamento.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε.

κρατάω, κουβαλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stai attento, ha una pistola!

έχω κπ/κτ κοντά μου

(cose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θα

(condizionale, terza persona singolare)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Wayne odia vivere in questa città; sarebbe disposto a tutto pur di andarsene.

είχε

(passato, terza persona singolare) (υπερσυντέλικος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando la sua caviglia cominciò a gonfiarsi, Gavin si rese conto che era rotta.

υπάρχοντα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tutte gli averi di Simon entrano nel bagagliaio di questa macchina.
Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει.

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Barry è malato.
Ο Μπάρι είναι άρρωστος.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina gestisce un panificio per celiaci in California.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

έχω

(avere di riserva) (σε απόθεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No, non teniamo in magazzino libri in lingua straniera, ma possiamo ordinarle questo titolo.
Όχι, δεν έχουμε ξενόγλωσσα βιβλία, μπορούμε όμως να το παραγγείλουμε για εσάς.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha procreato sette figli.
Έγινε πατέρας επτά παιδιών.

παθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho provato uno shock quando l'ho visto di nuovo!

φοράω, φορώ

(indossare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coppie sposate portano l'anello.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

καλώ, προσκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avremo qui i suoi genitori in visita durante le vacanze.

που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I tentativi di raggiungere gli automobilisti bloccati sono stati infruttuosi.
Οι προσπάθειές τους να προσεγγίσουν τους αποκομμένους αυτοκινητιστές ήταν ανεπιτυχείς.

απαξιωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando si tratta di musica pop il professore è sprezzante. A lui piace solo la classica.

απόλυτα σωστός

(απάντηση)

Come facevi a sapere quella risposta? È giustissima!

γερνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αξίζω

(μόνο για αξία, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το να έχω πυρετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi prendere una nuova patente.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

έχω γνώση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποβάλλω

(aborto spontaneo) (για εγκυμοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα

(informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questi vestiti puzzano in modo insopportabile. Non li hai lasciati stesi abbastanza ad asciugare.

επιδρώ, συμβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

πληρώνω

(avere un determinato prezzo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φοβάμαι

(έχω φόβο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Temo che abbiano avuto un incidente.
Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα.

απαιτώ, επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχετίζομαι με, συνδέομαι με

που έχει ερωτικές σχέσεις, που έχει ερωτικές επαφές, που έχει επαφές

(sessualità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η μαμά του Τζος ήταν θυμωμένη μαζί του γιατί είχε ερωτικές επαφές με την φίλη του πριν τον γάμο.

στερημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Αν θέλεις κι άλλη τούρτα τότε πάρε το δικό μου κομμάτι. Δεν θα ήθελα να νιώσεις αδικημένος.

το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'interesse per gli altri ti rende un buon vicino di casa.
Το να νοιάζεσαι για τους άλλους σε κανει καλό γείτονα.

έχω την πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non voleva far esplodere il serbatoio di gas quando ha acceso la sigaretta.
Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της.

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεσολαβώ, παρεμβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tra i due regni intercorse un periodo di calma.
Μια περίοδος ηρεμίας μεσολάβησε (or: παρεμβλήθηκε) μεταξύ των δύο βασιλειών.

ευημερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'attività familiare prosperava grazie al lavoro di tutti.
Η οικογενειακή επιχείρηση πήγε καλά χάρη στη σκληρή δουλειά όλων.

αποβάλλω

(aborto spontaneo) (για εγκυμοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά.

χάνω τον έλεγχο

(psiche)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se non ti prendi qualche giorno di ferie per rilassarti finirai per esaurirti.

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

δεκαέξι

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Η Νικόλ είναι δεκαέξι ετών.

ενενήντα ένα, ενενήντα ενός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω κπ στο χέρι

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono anni che i Democratici controllano i seggi per il Senato del New Jersey.

σκέφτομαι

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen intende andare in pensione a sessant'anni.
Η Κάρεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη στα εξήντα.

κάνω εμετό

Η Τζέιν έκανε πάλι εμετό. Δεν έπρεπε να φάει όλα εκείνα τα κέικ.

επικρατώ

(με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie e Linda non sapevano che auto comprare, ma alla fine l'Audi ha prevalso sulla Renault.
Η Μάγκυ και η Λίντα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι αυτοκίνητο να αγοράσουν, αλλά τελικά το Audi επικράτησε του Renault.

ανακατεύομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter vomitò non appena scese dalle montagne russe.
Το στομάχι του Πήτερ ήταν ανακατευόταν μόλις κατέβηκε από το τραινάκι του λούνα παρκ.

έχω διαρροή

(informale: liquidi)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il rubinetto perdeva, perciò ho sostituito la guarnizione.
Η βρύση είχε διαρροή οπότε άλλαξα το λαστιχάκι.

εκλέπτυνση

(τρόποι, συμπεριφορά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρειάζεται, πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Non devi disturbarti così tanto per me.
Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα.

γκριζομάλλης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La madre di Joanne ha solo trent'anni ma ha già i capelli grigi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με πλησίασε ένας ψαρομάλλης κύριος και με ρώτησε τι ώρα είναι.

γυρίζω

(figurato: testa) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark girò e girò finché non gli girò la testa.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

διψάω, διψώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διψάω

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era molto interessato ai progetti ed era sempre affamato di nuove informazioni su di essi.

μοσχοβολιστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που φταίει

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono colpevole di aver rotto il vaso.
Εγώ ευθύνομαι για το σπάσιμο του βάζου.

πετυχαίνω τα πάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ονειροπολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επικοινωνώ με κπ

Dan ha chiamato il suo capo e gli ha chiesto di interfacciarsi con lui per un attimo.

δοκιμάζω, γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei provare solo un po' del suo stile di vita.

η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση

(εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτυχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua proposta per l'incarico ha avuto successo.
Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της.

μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura ha nostalgia di casa da quando si è trasferita.
Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε.

πεινάω σα λύκος

(idiomatico) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A che ora sarà pronta la cena? Ho una fame da lupi!
Τι ώρα θα είναι έτοιμο το βραδινό; Πεινάω σα λύκος!

κομψός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ellen è molto elegante, ha sempre un aspetto magnifico.
Η Έλεν είναι πολύ κομψή. Πάντα είναι υπέροχη.

ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai il viso tutto arrossato per la corsa.

τολμηρός, θαρραλέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intrepido (or: il coraggioso) gattino tentò di saltare dal tavolo al bancone, ma cadde invece sul pavimento.

κακόκεφος, άκεφος, μουτρωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo la sconfitta, Eddie è rimasto imbronciato per ore.

που δεν πληροί τις προϋποθέσεις

(per un lavoro, borsa di studio, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που υποφέρει από τζετ λαγκ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo essere ritornato a casa dall'Europa avevo un jetlag così forte che mi svegliavo alle quattro ogni mattina.

θλιμμένος, λυπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Mark rimase con i postumi della sbornia per tutta la giornata successiva.

πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φαίνεται να ψιλοπείνασες (or: Φαίνεσαι ψιλοπεινασμένος). Πάμε να φάμε κάτι;

βαρήκοος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abbiamo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.