Τι σημαίνει το abbigliamento στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abbigliamento στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abbigliamento στο Ιταλικό.

Η λέξη abbigliamento στο Ιταλικό σημαίνει ένδυμα, ενδυμασία, ένδυμα, ρούχα, τμήμα, ρούχα, αντρικά ρούχα, αθλητικά είδη, πανωφόρι, ρούχα παραλίας, καθημερινό ντύσιμο, πρόχειρα, ανεπίσημα ρούχα, παιδικά ρούχα, γυναικεία ενδύματα, ανδρικά ενδύματα, μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, γυναικεία ρούχα, κανόνας ένδυσης, επίσημο ένδυμα, ρούχο, ντύσιμο γραφείου, καθημερινό ντύσιμο, καθημερινό σύνολο, βιομηχανία της ένδυσης, athleisure ρούχα, αθλητικά ρούχα, αξεσουάρ ρούχων, αθλητικά ρούχα, καθημερινά ρούχα, έμπορος ανδρικών ενδυμάτων, κατάστημα αντρικών ρούχων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abbigliamento

ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ένα μπλουζάκι δεν είναι η κατάλληλη αμφίεση για το δικαστήριο.

ενδυμασία

sostantivo maschile (σύνολο ρούχων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Che abbigliamento ci vuole per l'inverno a Budapest?
Τι είδους ρούχα χρειάζεσαι για τον χειμώνα στη Βουδαπέστη;

ένδυμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il suo abbigliamento non era adatto all'opera.

τμήμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo articolo si trova nel reparto abbigliamento bambini al terzo piano.
Θα το βρείτε στο τμήμα παιδικών ρούχων στον τρίτο όροφο.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Per fare yoga devi indossare un abbigliamento comodo.

αντρικά ρούχα

sostantivo maschile

Il reparto abbigliamento da uomo è al secondo piano del negozio.
Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος.

αθλητικά είδη

sostantivo maschile

Mi piace indossare un abbigliamento sportivo tutto il giorno, così posso andare a correre quando ne ho voglia.

πανωφόρι

sostantivo maschile (berretti, sciarpe, guanti, ecc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα παραλίας

sostantivo maschile

καθημερινό ντύσιμο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόχειρα, ανεπίσημα ρούχα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La tenuta richiesta per l'evento è un abbigliamento informale.

παιδικά ρούχα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quel negozio è specializzato in abbigliamento per bambini.

γυναικεία ενδύματα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto cercando un negozio di abbigliamento da donna perché ho bisogno di un nuovo vestito.

ανδρικά ενδύματα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυναικεία ρούχα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κανόνας ένδυσης

(per feste, ricevimenti)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sull'invito c'è scritto che è richiesto un abbigliamento formale.
Η πρόσκληση σημειώνει πως ο κανόνας ένδυσης απαιτεί επίσημη ενδυμασία.

επίσημο ένδυμα

Per l'evento era richiesto un abbigliamento formale, quindi ho dovuto comprare un vestito nuovo.

ρούχο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ντύσιμο γραφείου

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθημερινό ντύσιμο

sostantivo maschile

καθημερινό σύνολο

sostantivo maschile

βιομηχανία της ένδυσης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

athleisure ρούχα

sostantivo maschile (μόδα)

Adoro indossare abiti sportivi al lavoro perché vestono bene e sono comodi.

αθλητικά ρούχα

sostantivo maschile

Non possiedo abbigliamento sportivo da quando andavo a scuola da bambino.

αξεσουάρ ρούχων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθλητικά ρούχα

sostantivo maschile

Se andiamo alla lavanderia automatica dovrò tirare fuori dall'armadietto il mio abbigliamento da palestra.

καθημερινά ρούχα

sostantivo maschile

Durante la settimana indosso i tallieur, ma nel fine settimana soltanto abbigliamento sportivo.

έμπορος ανδρικών ενδυμάτων

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάστημα αντρικών ρούχων

sostantivo maschile (reparto di un negozio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sogno di Neville è di aprire un negozio di abbigliamento per uomini attenti alla moda.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abbigliamento στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.