Τι σημαίνει το abbattuto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abbattuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abbattuto στο Ιταλικό.

Η λέξη abbattuto στο Ιταλικό σημαίνει κατεδαφίζω, υλοτομώ, ρίχνω, κόβω δέντρο, γκρεμίζω, πέφτω, σφαγιάζω, σκοτώνω, κόβω, σκοτώνω, καταρρίπτω, απογοητεύω, κατεδαφίζω, σκάβω με μπουλντόζα, σκοτώνω, κατεδαφίζω, συντρίβω, καταρρίπτω αεροσκάφος, κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, ανατρέπω, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, κατεδαφίζω, στενοχωρώ, στεναχωρώ,, αποθαρρύνω, σκοτώνω πυροβολώντας, κατεδαφίζω, κάνω ευθανασία, ανατρέπω, αποθαρρύνω, ρίχνω, κατεβάζω, ρίχνω, γκρεμίζω, αποθαρρύνω, κάνω ευθανασία, πελεκώ, λαξεύω, σπάω, κατεδαφίζω, υλοτομώ, κομμένος, στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, αποθαρρυμένος, αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος, κομμένος, απελπισμένος, αποκαρδιωμένος, απεγνωσμένος, απεγνωσμένος, αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, που έχει χαλαστεί με κτ, απογοητευμένος, πεσμένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, αποκαρδιωμένος, μίζερος, κατεδαφισμένος, που δεν δείχνει χαρά, κατεστραμμένος, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, δυστυχισμένος, είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου, απογοητευμένος, κάνω ευθανασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abbattuto

κατεδαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (edifici)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo essere rimasto vuoto per anni, l'edificio pericolante è stato demolito.

υλοτομώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (albero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I taglialegna abbatterono numerosi pini di grandi dimensioni.
Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο.

κόβω δέντρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I pionieri abbattevano gli alberi per costruire le case.
Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους.

γκρεμίζω

(με απανωτά χτυπήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

verbo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli schienali dei sedili si abbattono per lasciare più spazio nell'automobile.
Τα καθίσματα πέφτουν για να ανοίξουν περισσότερο χώρο στο αμάξι.

σφαγιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (animali: per limitarne il numero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ranger abbatteranno la mandria per cercare di eliminare il morbo.

σκοτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (animale: uccidere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il loro cane è stato abbattuto da un tiratore della polizia.
Το σκυλί τους σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή της αστυνομίας.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (alberi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un peccato che abbattano quel vecchio albero.
Είναι κρίμα που έκοψαν εκείνο το παλιό δέντρο.

σκοτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molti soldati sono stati abbattuti dal fuoco nemico.
Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά του εχθρού.

καταρρίπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno abbattuto un elicottero con un semplice fucile.

απογοητεύω

(figurato: rattristare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεδαφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'amministrazione della città ha raso al suolo i vecchi edifici per costruire un parco.

σκάβω με μπουλντόζα

verbo transitivo o transitivo pronominale (con una scavatrice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno abbattuto una fila di case per fare posto a un supermercato.

σκοτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (letterario, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu stroncato tragicamente nel fiore della giovinezza.

κατεδαφίζω, συντρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di costruire il locale aggiuntivo della casa, hanno dovuto buttare giù il muro della cucina.

καταρρίπτω αεροσκάφος

verbo transitivo o transitivo pronominale (col fuoco) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci venne ordinato di abbattere l'aereo militare.

κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo deve demolire numerose case per costruire la strada.
Η κυβέρνηση πρέπει να κατεδαφίσει αρκετά σπίτια για να φτιάξει τον αυτοκινητόδρομο.

ανατρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(con arma da fuoco) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La squadra dello sceriffo ha ucciso i fuorilegge mentre tentavano di fuggire.

κατεδαφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vecchio teatro è stato demolito per fare posto a nuove abitazioni.

στενοχωρώ, στεναχωρώ,

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La notizia della malattia di Karen mi ha avvilito.

αποθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας

verbo transitivo o transitivo pronominale (a colpi d'arma da fuoco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vittima fu freddata con un colpo ravvicinato.

κατεδαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vecchio palazzo degli uffici è stato buttato giù per far posto a un nuovo centro commerciale.
Το παλιό κτίριο γραφείων κατεδαφίστηκε ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ένα νέο εμπορικό κέντρο.

κάνω ευθανασία

verbo transitivo o transitivo pronominale (di animale) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi si è spezzato il cuore quando hanno dovuto sopprimere il mio gatto.

ανατρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel 2011 i rivoluzionari hanno rovesciato il governo.
Οι επαναστάτες ανέτρεψαν την κυβέρνηση το 2011.

αποθαρρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nessuno comprava niente, così hanno deciso di abbassare i prezzi.
Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές.

ρίχνω, γκρεμίζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
State attenti a non far cadere quella pila di piatti.

αποθαρρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non dirgli che non è veloce come suo fratello, o lo scoraggerai.
Μην του πεις πως δεν είναι τόσο γρήγορος όσο ο αδερφός του, θα τον αποθαρρύνεις.

κάνω ευθανασία

verbo transitivo o transitivo pronominale (di animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il veterinario ha dovuto sopprimere la nostra porcellina d'India in quanto molto malata.

πελεκώ, λαξεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I boscaioli hanno abbattuto tutte le conifere di questa zona.

σπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'interrogatorio ha abbattuto l'animo del soldato.
Η ανάκριση έσπασε το ηθικό του στρατιώτη.

κατεδαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli operai addetti alla demolizione hanno raso al suolo il vecchio edificio per costruirne uno nuovo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κατεδάφισαν (or: Γκρέμισαν) το παλιό κτήριο για να χτίσουν ένα καινούριο.

υλοτομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ditta pensa di disboscare questa foresta.
Η εταιρεία σκοπεύει να υλοτομήσει το συγκεκριμένο δάσος.

κομμένος

(albero o pianta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli alberi abbattuti erano destinati a diventare legna da ardere.

στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
John è piuttosto abbattuto da quando la moglie lo ha lasciato.
Ο Τζον είναι σε κατάθλιψη από τότε που τον άφησε η γυναίκα του.

αποθαρρυμένος, αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος

aggettivo (figurato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È normale sentirsi abbattuti quando si è lavorato duro per qualcosa senza ottenerlo.

κομμένος

aggettivo (alberi)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απελπισμένος, αποκαρδιωμένος, απεγνωσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ogni giorno che passa senza notizie li rende più sconfortati.

απεγνωσμένος, αποκαρδιωμένος, απελπισμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff si sentì avvilito dopo essere stato bocciato alla prova di matematica.

που έχει χαλαστεί με κτ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era scoraggiato dai risultati dell'esame.
Χαλάστηκε πολύ με τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

απογοητευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si sentì delusa quando nessuno si presentò alla sua festa.
Όταν κανείς δεν ήρθε στο πάρτι της, ένιωσε απογοητευμένη.

πεσμένος

aggettivo (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mi sento abbattuto oggi dopo aver sentito le brutte notizie.
Νιώθω πεσμένος σήμερα αφού άκουσα τα κακά νέα.

λυπημένος, στενοχωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il ragazzino fu triste per giorni dopo che il suo cucciolo era scappato.

αποκαρδιωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I bambini erano abbattuti dopo la sconfitta della loro squadra di baseball alla partita.

μίζερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατεδαφισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le strade delle case demolite hanno lasciato il posto a nuovi palazzi luminosi.

που δεν δείχνει χαρά

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατεστραμμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'edificio demolito è stato ricostruito.

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(informale) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate è giù di corda da quando non ha passato l'esame.

δυστυχισμένος

(άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Wendy si sentiva sola e sconsolata dopo che il fidanzato l'aveva scaricata.

είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si è appena lasciata con il ragazzo, perciò oggi è un po' giù di corda.

απογοητευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κάνω ευθανασία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Purtroppo la malattia del cane era incurabile, perciò il veterinario dovette farlo sopprimere.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abbattuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.