Τι σημαίνει το vieni στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vieni στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vieni στο Ιταλικό.
Η λέξη vieni στο Ιταλικό σημαίνει έρχομαι, έρχομαι, πηγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μένω, ζω, κατοικώ, καταλήγω, έρχομαι, προέρχομαι, χύνω, φτάνω σε οργασμό, πλησιάζω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, -, βγαίνω, γλιστράω, γλιστρώ, περνάω από το μυαλό κάποιου, που εξέχει, που προεξέχει, αθέτηση, υπαναχώρηση, προστρέχω σε βοήθεια, καταλαβαίνω, κατανοώ, προηγούμαι, προηγούμαι, κοστίζω, κάνω, κατεβαίνω, υποχωρώ, προηγούμαι, τρέχω να βοηθήσω κπ, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ακολουθώ, εξαντλούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, λιγώνω, καλώ, πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω μαζί, βγαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, συναρπαστικός, κατάγομαι, προέρχομαι, λύνω, ακολουθώ, τρομακτικός, ανατριχιαστικός, λαχταριστός, που τον αγνοούν, που τον παραβλέπουν, μπαίνω σε καλούπια, που αφέθηκε ελεύθερος, μπουκιά και συχώριο, αυτό που επιφυλάσσει κτ, σπαραχτικός, σπαρακτικός, για τα επόμενα χρόνια, είμαι από, κατάγομαι από, συνδεδεμένος, συνδυασμένος, ξαναγεννιέμαι, δεν κρατάω το λόγο μου, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, μου τρέχουν τα σάλια, εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου, πλακώνομαι με κπ, δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου, φέρνω, πηγαινοέρχομαι, εκτίθεμαι σε κάτι, γεννιέμαι, γεννιέμαι, βρίσκω,αποκτώ, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, τσακώνομαι, έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι, έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη, προστρέχω σε βοήθεια, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, έρχομαι στο προσκήνιο, σώζω την κατάσταση, περνώ από το μυαλό, μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό, προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπ, πλησιάζω, πάω κοντά, εκτελούμαι νόμιμα, έρχομαι ειρηνικά, έρχομαι τρέχοντας, υποπίπτει στην αντίληψη, συναρμολογούμαι ξανά, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, μπαίνω στο ψητό, κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα, κτ μου ανοίγει την όρεξη, κάνω κπ να ανατριχιάσει, προκαλώ αηδία σε κπ, υποστηρίζω, μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά, καταλαβαίνω, κτ γίνεται φυσικά, γίνομαι, ακολουθώ, πληρώνομαι, προκύπτει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vieni
έρχομαιverbo intransitivo (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vieni qui e leggi questo. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
έρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il venerdì viene alla fine della settimana. |
πηγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come sta venendo quella relazione? Πώς πάει η αναφορά; |
τελειώνω, έρχομαιverbo intransitivo (orgasmo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vennero nello stesso momento, gridando di gioia. |
μένω, ζω, κατοικώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vengo da New York, anche se sono cresciuto in Connecticut. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come sei diventato un biologo marino? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
έρχομαι, προέρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un gran calore veniva dal caminetto. |
χύνω(colloquiale: orgasmo) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'uomo esclamò che stava per venire. Ο άνδρας φώναξε πως θα έχυνε. |
φτάνω σε οργασμόverbo intransitivo (avere un orgasmo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi ci vuole un sacco di tempo per venire quando facciamo sesso nella posizione del missionario. Μου παίρνει ώρα να φτάσω σε οργασμό όταν κάνουμε έρωτα στην ιεραποστολική στάση. |
πλησιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È venuta verso di me e si è presentata. Πλησίασε και μου συστήθηκε. |
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi aspettavo che arrivasse alla mia festa dato che non l'avevo invitato. Non si poteva mai dire quando sarebbe arrivato perché non era mai puntuale. Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vieni al pub con noi? Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ; |
βγαίνωverbo intransitivo (essere in un certo modo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pesche verranno piccole quest'anno. Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος. |
γλιστράω, γλιστρώ(scorrere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È avanzato verso di me sui suoi pattini da ghiaccio. Γλίστρησε προς το μέρος μου με τα παγοπέδιλά του. |
περνάω από το μυαλό κάποιου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ti è venuto in mente che lei potrebbe opporsi a questo? Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει; |
που εξέχει, που προεξέχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi si stringe il cuore nel vedere quei poveri bambini con le costole sporgenti. |
αθέτηση, υπαναχώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προστρέχω σε βοήθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il personale sanitario soccorre chiunque sia ferito. Dopo il terremoto la Croce Rossa ha soccorso le migliaia di feriti e senzatetto. Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sto cercando di capire il congiuntivo, ma non so ancora quando va usato. |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il numero 2 precede il 3, il 4 precede il 5. |
προηγούμαι(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La guida turistica precedeva il gruppo di turisti. |
κοστίζω, κάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vai su a dire a tua sorella che scenda per la cena. Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La J precede la K nell'alfabeto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εργασία πρέπει να προηγείται της ανάπαυσης. |
τρέχω να βοηθήσω κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lettera Q segue la P nell'alfabeto inglese. |
εξαντλούμαι(esaurimento nervoso) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Derek si è esaurito dopo aver lavorato per così tanti mesi senza una pausa. Ο Ντέρεκ εξαντλήθηκε αφού δούλευε αδιάκοπα τόσους μήνες. |
προκύπτω, παρουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Purtroppo è sorto un problema e non potrò partecipare all'incontro di questo pomeriggio. |
λιγώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il forte odore di alcol e il fumo di sigaro nausearono Daphne. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζιμ κάλεσε έναν γιατρό όταν ο πυρετός του γιου του χειροτέρευσε. |
πηγαινοέρχομαι(di segni incrociati) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici |
πηγαίνω μαζί
Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È uscito il sole. Ο ήλιος βγήκε. |
μαθαίνω(apprendere una notizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Indovina cosa ho appena saputo ascoltando una conversazione telefonica? Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση! |
μαθαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho saputo della sua morte solo ieri. Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε. |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατάγομαι, προέρχομαι(από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qualunque cosa io tenti, non riesco a risolvere il problema. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nell'alfabeto cirillico la B viene dopo la A. |
τρομακτικός, ανατριχιαστικόςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'assenza di emozioni nel volto dell'uomo era agghiacciante. Η έλλειψη συναισθήματος στα μάτια του άνδρα ήταν τρομακτική. |
λαχταριστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non riesco a controllarmi quando vedo un pezzo di torta così appetitoso. |
που τον αγνοούν, που τον παραβλέπουνverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω σε καλούπιαverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono quello che sono, non mi va di venire classificato. |
που αφέθηκε ελεύθεροςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I detenuti rilasciati rimasero in piedi, confusi, davanti ai cancelli del carcere. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι όμηροι που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν σε καλή φυσική κατάσταση. |
μπουκιά και συχώριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό που επιφυλάσσει κτavverbio (nel futuro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non abbiamo idea di cosa accadrà negli anni a venire. Δεν έχουμε ιδέα τις μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια. |
σπαραχτικός, σπαρακτικός(figurato: stress) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για τα επόμενα χρόνιαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per gli anni a venire è previsto un forte deficit della bilancia dei pagamenti. |
είμαι από, κατάγομαι απόverbo intransitivo Sono di Milano ma vivo qui da 5 anni. Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια. |
συνδεδεμένος, συνδυασμένοςverbo intransitivo (με κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Per molti il Natale è associato a regali e compere. Για πολλούς, τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα με δώρα και ψώνια. |
ξαναγεννιέμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una volta morto spero di venire reincarnato come un'aquila. |
δεν κρατάω το λόγο μου(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non posso credere che tu, il mio stesso fratello, verresti meno alla promessa di prestarmi del denaro. |
μου τρέχουν τα σάλιαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il profumo di quella bistecca sulla griglia mi ha fatto venire l'acquolina in bocca. Η μπριζόλα μυρίζει τόσο ωραία που μου τρέχουν τα σάλια. |
εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dale trovava difficoltà a esporre la propria posizione durante il dibattito. |
πλακώνομαι με κπverbo intransitivo (informale) (αργκό) John e Joe sono venuti alle mani seriamente, adesso sono tutti e due in ospedale. |
δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I soldati non devono sottrarsi al proprio dovere, neanche nel fervore della battaglia |
φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα
Il mio amico è arrivato all'improvviso qui in città, stasera andremo a cena insieme a lui. |
αποκαλύπτω, γνωστοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovremmo portare alla luce i suoi comportamenti scandalosi. |
φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'odore di pane in cottura mi ricorda gli anni che passai in collegio. |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se lo vuoi vieni a prenderlo, ma muoviti perché se ne va in fretta. |
πηγαινοέρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durante l'intervallo agli studenti è permesso di andare e venire a proprio piacimento. |
εκτίθεμαι σε κάτιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho chiamato il medico non appena ho scoperto di essere venuto a contatto con una persona che aveva l'influenza suina. Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
γεννιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Internet non ha avuto origine spontaneamente. È il risultato di anni di ricerca e sviluppo. |
γεννιέμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un nuovo modello d'auto ibrida sta per venire alla luce. |
βρίσκω,αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ho ricevuto l'eredità sono entrato in possesso di diverse monete rare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα. |
έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È venuto al mondo piangendo e scalciando proprio come tutti noi. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La discussione purtroppo non è stata civile e alla fine sono venuti alle mani. |
έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ogni giorno venivano a galla nuovi dettagli circa lo scandalo. Κάθε μέρα όλο και περισσότερες πληροφορίες για το σκάνδαλο έρχονται στο φως. |
έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha cercato di risolvere il problema tramite brainstorming, buttando giù la prima cosa che gli è venuta in mente. |
προστρέχω σε βοήθειαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era svelta a venirmi in aiuto quando avevo bisogno. |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli avvocati dovrebbero trattare tra loro finché non raggiungono un accordo sulla questione. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
έρχομαι στο προσκήνιο(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mentre discutevano vennero fuori tutte le loro differenze. |
σώζω την κατάστασηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La protezione civile è venuta in soccorso dei senzatetto. |
περνώ από το μυαλόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non dirmi che non ti è mai passato per la mente un pensiero malvagio. |
μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό(colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie a tutti per essere venuti a questa riunione straordinaria. Ora, veniamo subito al punto. |
προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se continui a menzionare il suo peso le farai venire un complesso. |
πλησιάζω, πάω κοντά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτελούμαι νόμιμαverbo intransitivo |
έρχομαι ειρηνικάverbo intransitivo Quando qualcuno invade una terra, di norma afferma "Veniamo in pace": |
έρχομαι τρέχοντας(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I bambini sono venuti di corsa non appena hanno sentito il profumo dei biscotti che stava cuocendo la madre. |
υποπίπτει στην αντίληψη(επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La direzione è venuta a conoscenza del fatto che diversi dipendenti usano i computer per giocare ai videogiochi. Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. |
συναρμολογούμαι ξανάverbo intransitivo Ha voluto smontare l'orologio e ora non c'è possibilità che venga riassemblato. |
διαδέχονται ο ένας τον άλλοverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητόverbo intransitivo (parlare chiaramente) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A Natalie ci volle parecchio tempo prima di venire al punto. |
μπαίνω στο ψητόverbo intransitivo (figurato: sintetizzare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: inquietare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ μου ανοίγει την όρεξηverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ να ανατριχιάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (από φόβο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ αηδία σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποστηρίζωverbo intransitivo (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά(pettegolezzo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτ γίνεται φυσικάverbo intransitivo (senza fatica) |
γίνομαιverbo intransitivo (figurato: esistenza) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακολουθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Randall rimaneva indietro a causa del suo piede ferito e non riusciva a stare al passo con il gruppo. |
πληρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vieni pagato mensilmente o settimanalmente? Vengo pagato ogni mese in contanti. Πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα; Πληρώνομαι κάθε μήνα σε μετρητά. |
προκύπτειverbo intransitivo (figurato: risultare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È venuto fuori che alla fine non dovevo finire il tema. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vieni στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vieni
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.