Τι σημαίνει το valutato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valutato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valutato στο Ιταλικό.

Η λέξη valutato στο Ιταλικό σημαίνει εκτιμώ, αποτιμώ, αξιολογώ, αξιολογώ, κρίνω, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, εκτιμώ, κρίνω, αξιολογώ, εκτιμώ την αξία, εκτιμώ την αξία, ελέγχω κπ εξονυχιστικά, βαθμολογώ, αξιολογώ, εκτιμώ, εκτιμώ, βαθμολογώ, χαρακτηρίζω, αξιολογώ, καταλαβαίνω, εκτιμάω, εκτιμώ, βαθμολογώ, θεωρώ, βαθμολογώ, ζυγίζω, βαθμολογώ, υποθέτω, ζυγίζω, αξιολογώ, υπολογίζω, εκτιμώ, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ, υπολογίζω, εκτιμώ, βαθμολογώ κτ με κτ, θεωρώ, εκτιμώ, υπολογίζω, εξετάζω, σκέφτομαι να κάνω κτ, κάνω μια σύντομη αξιολόγηση, αναλογίζομαι τις συνέπειες, κρίνω λάθος, ξαναβαθμολογώ, κρίνω λάθος, δεν υπολογίζω καλά, δεν λογαριάζω καλά, χαρακτηρίζω, κρίνω, κοστολογώ, εκτιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valutato

εκτιμώ, αποτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli amministratori valutarono i beni dell'azienda.
Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

αξιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio valutava i candidati per il lavoro.
Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά.

αξιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo esaminò il progetto per assicurarsi che ne fosse valsa la pena.
Το αφεντικό αξιολόγησε το πρότζεκτ για να δει αν άξιζε τον κόπο.

κρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se il mercato ti è familiare, puoi valutare i vantaggi del tuo prodotto rispetto a quelli degli altri.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considera le implicazioni di quella scoperta!
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

υπολογίζω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cercò di calcolare la distanza prima di saltare.

κρίνω, αξιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (giudice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice ha valutato le performance serali dei ballerini.
Ο κριτής των σελέμπριτι αξιολόγησε τις χορευτικές επιδόσεις της βραδιάς.

εκτιμώ την αξία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'agente immobiliare valutò la proprietà 250.000 sterline.

εκτιμώ την αξία

(dare un valore)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελέγχω κπ εξονυχιστικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Colin sapeva del posto di lavoro disponibile ed era consapevole che il suo capo lo stava valutando.

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il professore ha valutato la prova come una A+

αξιολογώ, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consulente ha valutato la situazione.
Ο σύμβουλος αξιολόγησε (or: εκτίμησε) την κατάσταση.

εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il valore della proprietà è stato stimato a un milione di euro.
Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ.

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha valutato i compiti degli studenti.
Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti i nuovi film devono essere giudicati dai censori prima di poter essere proiettati in pubblico.
Οι λογοκριτές πρέπει να χαρακτηρίζουν όλες τις νέες ταινίες, πριν καταστεί δυνατή η προβολή τους στο κοινό.

αξιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo giudicherà la vostra prestazione.
Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου.

καταλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτιμάω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il perito sta per valutare la casa.
Ο ειδικός θα εκτιμήσει το σπίτι.

βαθμολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici cinematografici valutano i film su una scala da uno a cinque.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considero un mio amico.

βαθμολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha valutato 'A' il suo saggio.

ζυγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Soppesò ogni sua opzione prima di agire.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος.

βαθμολογώ

(valutare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha corretto gli esami a risposta multipla.

υποθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda stimò che l'età dello sconosciuto fosse intorno ai cinquanta anni.
Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα.

ζυγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel prendere una decisione, ho dovuto valutare i vantaggi e gli svantaggi.
Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.

αξιολογώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nell'avvicinarsi ai 40 anni, Bill cominciò a fare un bilancio della sua vita.

υπολογίζω

(stimare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron cercò di misurare la distanza fra gli alberi.
Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα.

εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (immobili)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La casa degli Anderson è stata valutata molto meno del suo reale valore di mercato.
Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς.

συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pugile valutò l'avversario.
Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του.

εκτιμώ, υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il perito stimò il valore della casa intorno a 450.000 sterline.
Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας.

υπολογίζω, λογαριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non hai ponderato quanto li avrebbero offesi le tue parole.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molta gente vede i tatuaggi negativamente.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

υπολογίζω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stimo che la distanza da qui alla chiesa sia di circa un miglio.
Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι.

βαθμολογώ κτ με κτ

Ho dato una valutazione di cinque stelle a questo libro.
Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici la hanno giudicata una buona commedia.

εκτιμώ, υπολογίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Indicherei il costo in circa cinquecento dollari.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα;

εξετάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά στην παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fine anno, la scuola sottoporrà gli studenti a un esame inerente tutte le materie affrontate.

σκέφτομαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.

κάνω μια σύντομη αξιολόγηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναλογίζομαι τις συνέπειες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρίνω λάθος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thelma ha giudicato male il livello di delusione dei suoi genitori.

ξαναβαθμολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρίνω λάθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi ero fatto un'idea sbagliata su di te, in realtà sei adatto per questo lavoro.

δεν υπολογίζω καλά, δεν λογαριάζω καλά

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il candidato ha perso le elezioni perché ha giudicato male il suo avversario.

χαρακτηρίζω, κρίνω

(ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La commissione ha classificato il film vietato ai minori.
Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο.

κοστολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I contabili devono valutare i costi del progetto.

εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (την αξία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il valore dell'azienda è stato stimato in 10 milioni di dollari.
Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valutato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.