Τι σημαίνει το tranquillo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tranquillo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tranquillo στο Ιταλικό.
Η λέξη tranquillo στο Ιταλικό σημαίνει υποχωρητικός, ήσυχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήσυχος, αργός, χαλαρός, γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος, ήρεμος, ήσυχος, ήσυχος, ήρεμος, ήσυχος, ήσυχος, χαλαρός, ξέγνοιαστος, ατάραχος, ανενόχλητος, ατάραχος, σιγανός, ειρηνικός, ατάραχος, αδιάφορος, ανενόχλητος, ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, ήρεμος, γαλήνιος, ήρεμος, χαλαρός, ήρεμος, ατάραχος, απαλός, σιγανός, αδιάφορος, ασυγκίνητος, καλόβολος, ήρεμος, χαλαρός, ισορροπημένος, ήρεμος, ναρκωμένος, ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος, χαλαρός, ήρεμος, χαλαρός, ήρεμος, απαλός, ήσυχος, καθαρός, ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, πράος, ήρεμος, περίπατος, χαλαρώνω, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, είμαι ήσυχος, δεν μιλάω, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tranquillo
υποχωρητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato tranquillo e non ha fatto nessuna obiezione. Ήταν άβουλος και δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα. |
ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi piace bere tranquillo una tazza di caffè la mattina. |
ήσυχοςaggettivo (δεν έχει θόρυβο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le biblioteche sono luoghi silenziosi. Οι βιβλιοθήκες είναι ήσυχες. |
γαλήνιος, ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un corso d'acqua che scorre lentamente rende un luogo placido. Το τρεχούμενο νερό συχνά ενισχύει την ηρεμία σε ένα γαλήνιο (or: ήσυχο) μέρος. |
αργός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαλαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλήνιος, ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sembra sempre pacata, anche se qualcuno urla. Δείχνει πάντα πολύ ήρεμη, ακόμη κι όταν κάποιος ωρύεται. |
ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cercavo un posto tranquillo nel parco. Έψαχνα για ένα ήσυχο σημείο στο πάρκο. |
ήρεμος, ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Speriamo in un volo tranquillo. Ελπίζουμε να έχουμε μια ήρεμη πτήση. |
ήσυχοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sam è un uomo tranquillo. Ο Σαμ είναι ένας ήσυχος άνθρωπος. |
ήρεμος, ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Irene riesce sempre a rimanere tranquilla quando è sotto pressione. |
ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno trovato uno spiazzo riparato nella foresta e ci si sono fermati per riposarsi. |
χαλαρόςaggettivo (persona) (καθομιλουμένη, μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non credo si arrabbierà, è abbastanza tranquillo. |
ξέγνοιαστος, ατάραχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La squadra di rugby rimase imperturbata dal pronostico secondo cui avrebbero perso. |
ανενόχλητος, ατάραχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Miranda lasciò i figli indisturbati cosicché potessero fare i compiti. |
σιγανός(suono:di persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oscar ha una voce pacata. |
ειρηνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli alieni hanno annunciato che le loro intenzioni sono pacifiche. Οι εξωγήινοι ανακοίνωσαν ότι οι προθέσεις τους είναι ειρηνικές. |
ατάραχος, αδιάφορος, ανενόχλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jake sembrava impassibile di fronte alla perdita dell'orologio di suo padre. |
ήρεμος, ατάραχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era calmo nonostante la pressione che aveva addosso. Ήταν ήρεμος παρά την πίεση που δεχόταν. |
γαλήνιος, ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ambiente placido della fattoria è minacciato dallo sviluppo urbano. Το γαλήνιο περιβάλλον της φάρμας απειλείται από την ανάπτυξη της περιοχής. |
γαλήνιος, ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel mezzo di tutto il trambusto mio fratello è rimasto calmo. Μέσα σε όλη την αναστάτωση, ο αδερφός μου παρέμεινε γαλήνιος (or: ήρεμος). |
χαλαρός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La coppia si fece una passeggiata tranquilla nel parco al tramonto. |
ήρεμος, ατάραχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'oceano era calmo e la giornata era quindi perfetta per andare in barca. |
απαλός, σιγανόςaggettivo (ομιλία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'oratore calmo parlava con tono pacato. |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bob ha trascorso una giornata senza eventi di rilievo, facendo attività di routine. |
ασυγκίνητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joanna era indifferente alle lacrime di sua sorella. |
καλόβολος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi piace stare in sua compagnia perché è una persona simpatica e alla mano. Μου αρέσει να είμαι μαζί της γιατί είναι ένα ευχάριστο, καλόβολο κορίτσι. |
ήρεμος, χαλαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ισορροπημένοςaggettivo (di persona) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) È un'adolescente sana e calma (or: tranquilla) che fa amicizia facilmente. Είναι μία υγιής, ισορροπημένη έφηβη που κάνει εύκολα φίλους. |
ήρεμος, ναρκωμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Inaspettatamente, Eddie sembrava tranquillo prima dell'importante esame. |
ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Linda rimase impassibile nonostante le domande difficili che le venivano poste. |
χαλαρόςaggettivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nella cornice serena del giardino anch'io iniziai presto a sentirmi più calmo. |
ήρεμος, χαλαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atmosfera al ristorante era distesa e calma, il che lo rendeva un buon posto per parlare. Το εστιατόριο ήταν χαλαρό και ήρεμο, γεγονός που το καθιστούσε καλό μέρος για να συζητήσεις. |
ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'era una atmosfera simpatica e piacevole alla festa. Η ατμόσφαιρα στο πάρτυ ήταν ωραία και ήρεμη. |
απαλός(musica, suoni) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel ristorante c'era musica tranquilla in sottofondo. Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος. |
ήσυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era una notte molto silenziosa e non si sentiva nemmeno un suono. |
καθαρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo la mia lezione di yoga ho sempre un animo sereno. |
ήρεμος, ήσυχοςaggettivo (acqua) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo fatto rafting sull'acqua calma del fiume Colorado. |
γαλήνιος, ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel tempio c'era una atmosfera calma. |
πράοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul è un tipo molto tranquillo. |
ήρεμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίπατος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαλαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovresti calmarti: mi andrà tutto bene. |
στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότιinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi star certo che Maria dirà al professore quello che abbiamo fatto. |
είμαι ήσυχος, δεν μιλάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una volta iniziato a disegnare coi pastelli, i bambini stettero in silenzio. Τα παιδιά ήταν πολύ ήσυχα μόλις άρχισαν να ζωγραφίζουν με τις κηρομπογιές τους. |
συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα! |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα(psicologicamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ora che so che è arrivato a casa sano e salvo mi sento più tranquilla. Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής. |
συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η εργοδότρια του Τσάρλι τον φόρτωσε πάλι με επιπλέον δουλειά. Ποτέ δεν του συμπεριφέρεται με επιείκεια. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tranquillo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tranquillo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.