Τι σημαίνει το telefono στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης telefono στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του telefono στο Ιταλικό.

Η λέξη telefono στο Ιταλικό σημαίνει παίρνω, καλώ, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ για να συμμετάσχω, τηλεφωνώ, μεταφέρω τηλεφωνικώς, κάνω, τηλέφωνο, τηλέφωνο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, παίρνω, καλώ, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, παραγγέλνω απ'έξω, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης telefono

παίρνω, καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, stasera telefona a Patty e invitala alla festa.
Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας.

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Verrai di persona o telefonerai soltanto?
Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο;

τηλεφωνώ για να συμμετάσχω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha telefonato ieri.
Πήρε χτες.

μεταφέρω τηλεφωνικώς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci hanno telefonato i dati dei prezzi invece di mandarceli via mail.

κάνω

(telefonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

τηλέφωνο

sostantivo maschile (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puoi usare il telefono nero per telefonare.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το μαύρο τηλέφωνο για να κάνεις κλήσεις.

τηλέφωνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha risposto al telefono quando ha suonato.
Σήκωσε το τηλέφωνο όταν χτύπησε.

τηλέφωνο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chiamami al telefono nel pomeriggio, che ne parliamo.
Πάρε με τηλέφωνο αυτό το απόγευμα και θα το συζητήσουμε.

τηλεφωνώ

(al telefono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiamiamola un attimo e sentiamo quali sono i piani.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

τηλεφωνώ

(telefonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward ha chiamato tutti i suoi amici.
Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του.

παίρνω, καλώ

(al telefono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ho chiamato Fiona, ma non ha mai risposto.

κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ti dispiace aspettare cinque minuti mentre faccio una telefonata?

παραγγέλνω απ'έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale (φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono troppo stanca per cucinare, telefoniamo e ordiniamo qualcosa.

τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ σε κπ

Attendi un secondo, devo solo fare una telefonata al mio supervisore.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

τηλεφωνώ

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha telefonato ieri.
Με πήρε χτες.

τηλεφωνώ

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci hanno telefonato per dirci che sono arrivati a casa in salvo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του telefono στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.