Τι σημαίνει το spazzola στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spazzola στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spazzola στο Ιταλικό.

Η λέξη spazzola στο Ιταλικό σημαίνει βούρτσα, βούρτσα, βούρτσα, βούρτσα, βουρτσίζω, σκουπίζω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω, καταβροχθίζω, βουρτσίζω, χτενίζω, περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, βούρτσα, φουσκωτός, καθαρισμένος με τρίψιμο, σκούπα sweeper, φλατ τοπ, βουρτσάκι νυχιών, συρματόβουρτσα, κούρεμα με την ψιλή, αποχνουδωτής, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, είδος μαρσιποφόρου ζώου, κοντοκουρεμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spazzola

βούρτσα

sostantivo femminile (capelli)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ragazza usa la sua spazzola preferita per pettinarsi.
Η κοπέλα χτενίζει τα μαλλιά της με την αγαπημένη της βούρτσα.

βούρτσα

sostantivo femminile (pulizie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha usato una spazzola per togliere la polvere.
Χρησιμοποίησε μια βούρτσα για να απομακρύνει τη σκόνη.

βούρτσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I miei capelli sono disordinati oggi perché non sono riuscita a trovare la mia spazzola.

βούρτσα

sostantivo femminile (για τρίψιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'unico modo per rimuovere la macchia dal tappeto è con una spazzola e abbondante detersivo.

βουρτσίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spazzolò il tappeto con una spazzola dalle setole rigide.
Έτριψε το χαλί με μια σκληρή βούρτσα.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spazzato via le briciole dal davanti della maglia.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

καταβροχθίζω

(informale: divorare) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio padre è in grado di spazzolare una pizza intera tutta d'un fiato.

χλαπακιάζω, καταβροχθίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A giudicare dal modo in cui il cane ha spazzolato il cibo, stava morendo di fame.
Κρίνοντας από τον τρόπο που καταβρόχθισε το φαγητό του, συμπεραίνω ότι το σκυλί πρέπει να είχε πεθάνει της πείνας.

βουρτσίζω, χτενίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo stalliere spazzolava i cavalli dopo la cavalcata.
Ο σταβλίτης ξύστρισε το άλογο μετά τη βόλτα της.

περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre Fred si spazzolava la barba Jane si vestiva.
Όσο ο Φρεντ περιποείτο τα γένια του η Τζέιν ντυνόταν.

καταβροχθίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tacos devono essere il suo piatto preferito, perché li ha divorati!
Τα τάκος πρέπει να είναι το αγαπημένο του φαγητό γιατί μπορεί να τα καταβροχθίσει!

καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è fatto fuori tutta la torta da solo senza offrirne una fetta ad alcuno.

βούρτσα

sostantivo femminile (μαλλιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φουσκωτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I capelli a spazzola sono di gran moda quest'anno.

καθαρισμένος με τρίψιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκούπα sweeper

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Usa la spazzola per tappeti nella camera da letto dopo aver pulito il bagno.

φλατ τοπ

sostantivo maschile (κοντοκουρεμένα μαλλιά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βουρτσάκι νυχιών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συρματόβουρτσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κούρεμα με την ψιλή

sostantivo plurale maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποχνουδωτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω

(capelli)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I ragazzi della squadra hanno tutti tagli a spazzola.

είδος μαρσιποφόρου ζώου

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοντοκουρεμένος

aggettivo (capelli)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si capiva che era un marine dai capelli tagliati a spazzola.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spazzola στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.