Τι σημαίνει το sfregare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sfregare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sfregare στο Ιταλικό.

Η λέξη sfregare στο Ιταλικό σημαίνει εξαπατώ, κλέβω, τη φέρνω σε κπ, κάνω πουστιά, εξαπατώ, τη φέρνω σε κπ, αντιγράφω, βουτάω, σουφρώνω, σουφρώνω, βουτάω, κλέβω, ξεγελώ, σηκώνω, τη φέρνω, εξαπατώ, κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ, τρώω κτ από κπ, αρπάζω, κλέβω, τη φέρνω, γαμάω, γαμώ, την έχω στημένη σε κπ, τη φέρνω σε κπ, τη φέρνω σε κπ, ξεγελώ, κλέβω, ξεγελώ, ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ, σουφρώνω, ξεγελάω, κοροϊδεύω, εξαπατάω, εξαπατώ, κλέβω, εξαπατώ, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, τη φέρνω σε κπ, αρπάζω, σουφρώνω, εξαπατώ, απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ, βουτάω, σουφρώνω, βουτάω, σουφρώνω, εξαπατώ, ξεγελάω, ξεγελώ, χτυπάω, χτυπώ, τρίψιμο, τρίβω, απομακρύνω κτ με τρίψιμο, φαγουρίζω, ξύνω, τσιμπάω, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, τρίβομαι, σκουπίζω, περνάω, μου τη φέρνουν, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, τη φέρνω σε κπ και του παίρνω κτ, κλέβω κτ από κπ, ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sfregare

εξαπατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη φέρνω σε κπ

(informale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω πουστιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi fregò non mettendo il mio nome nel rapporto.

εξαπατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη φέρνω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando non si presentò con le merci capii che ero stato fregato.

αντιγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol accusò Matthew di averle fregato il lavoro.
Η Κάρολ κατηγόρησε τον Μάθιου ότι αντέγραψε την εργασία της.

βουτάω, σουφρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: rubare) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian si è fregato una fetta di pizza mentre non guardava nessuno.
Ο Μπράιαν βούτηξε ένα κομμάτι πίτσα όταν δεν έβλεπε κανείς.

σουφρώνω, βουτάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: sottrarre) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai comprato quella collana o l'hai fregata?
Το αγόρασες εκείνο το κολιέ ή το σούφρωσες;

κλέβω, ξεγελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: truffare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è accorto di essere stato fregato quando ha capito che la macchina fotografica che aveva comprato era vuota dentro.
Κατάλαβε ότι τον είχαν κλέψει (Or: ξεγελάσει) επειδή η κάμερα που αγόρασε δεν δούλευε.

σηκώνω

(colloquiale: rubare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro ha fregato il portafoglio dell'uomo.
Ο κλέφτης βούτηξε το πορτοφόλι του άντρα.

τη φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con quella storia scema l'abbiamo proprio fregata la polizia!

εξαπατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il malversatore aveva fregato il sistema.

κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Ruth si è resa conto che Mick la stava fregando, ha rescisso il contratto.

τρώω κτ από κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Quel tipo mi ha fregato venti dollari.

αρπάζω, κλέβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ladri fregarono i diamanti dalla vetrina della gioielleria.

τη φέρνω

(colloquiale) (μτφ, καθομ: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Salta fuori che ho pagato 150 dollari in più del valore reale del tappeto. Quel negoziante mi ha fregato!

γαμάω, γαμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: truffare, ingannare) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

την έχω στημένη σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη φέρνω σε κπ

(informale) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quell'avanzo di galera mi ha fregato tutti i soldi che avevo.
Ο απατεώνας μου την έφερε και μου πήρε όλα μου τα χρήματα.

τη φέρνω σε κπ

(colloquiale: truffare) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adrian si rese conto troppo tardi che il negoziante lo aveva fregato.
Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει.

ξεγελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεγελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ

(informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το αφεντικό ξεγέλασε τον Τζιμ ώστε να κάνει ξανά υπερωρίες.

σουφρώνω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεγελάω, κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ho mai sospettato che mi stesse raggirando.

εξαπατάω, εξαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sembra che il sospetto abbia raggirato persone anziane ed estorto migliaia di dollari.
Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους.

κλέβω

(informale: rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαπατώ, ξεγελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giovane ha ingannato la casalinga per farsi dare del denaro.

εξαπατώ, κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ

(volgare: imbrogliare) (αργκό: εξαπατώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες!

τη φέρνω σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'addetta alle vendite mi offrì un rimborso parziale ma intuivo che stava solo cercando di raggirarmi.
Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει.

αρπάζω

(rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha agguantato i diamanti ed è scappato.
Άρπαξε τα διαμάντια τράπηκε σε φυγή.

σουφρώνω

(informale: rubare) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno mi ha fregato il libro di chimica.
Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας.

εξαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βουτάω, σουφρώνω

(volgare: rubare) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha fottuto cento dollari.
Μου σούφρωσε εκατό δολάρια.

βουτάω, σουφρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim ha fregato dei soldi a sua madre.

εξαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεγελάω, ξεγελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(μεταφορικά: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα καινούρια παπούτσια της Άλισον τη χτυπάνε.

τρίψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy strofinò il pavimento.
Η Λούσι έτριψε το πάτωμα.

απομακρύνω κτ με τρίψιμο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαγουρίζω, ξύνω, τσιμπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γρατζουνάω, γρατζουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cambiamenti bruschi nelle vecchie auto fanno sempre grattare le marce.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spazzato via le briciole dal davanti della maglia.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

περνάω

(archetto per violino, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa ha fatto scivolare dolcemente l'archetto sulle corde del suo violino.

μου τη φέρνουν

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το πλήρωσες ένα χιλιάρικο; Είναι μαϊμού! Σε έπιασαν κορόιδο!

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τη φέρνω σε κπ και του παίρνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno fregato duemila dollari a Sofia attraverso un falso trasferimento di denaro.

κλέβω κτ από κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il truffatore ha estorto all'anziana signora i suoi risparmi facendole credere di lavorare per un'organizzazione di beneficenza.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sfregare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.