Τι σημαίνει το severo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης severo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του severo στο Ιταλικό.
Η λέξη severo στο Ιταλικό σημαίνει άγριος, βλοσυρός, αυστηρός, αυστηρός, σοβαρός, σφιγμένος, συγκρατημένος, σοβαρός, αυστηρός, βλοσυρός, αυστηρός, βλοσυρός, σοβαρός, αυστηρός, με ψυχρό βλέμμα, αυστηρός, σφοδρότητα, δριμύτητα, αυστηρός, σκληρός, κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός, αυστηρός, σοβαρός, έντονος, δυνατός, αυστηρός, σοβαρός, σκληρός, αυστηρός, αυστηρός, οξύς, δριμύς, αυστηρός, απότομος, αυστηρός, αυστηρός, αυστηρός, καυστικός, δριμύς, περιορίζω, σφίγγω, σκληρή πολιτική, χαλαρώνω, χαλαρός, αυστηρός, που καθίσταται ολοένα και πιο αυστηρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης severo
άγριος, βλοσυρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'insegnante rivolse uno sguardo severo allo studente indisciplinato. Ο δάσκαλος έριξε στον άτακτο μαθητή ένα αυστηρό βλέμμα. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mia madre diventava molto severa con me quando mi comportavo male. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giudice ha imposto una punizione severa al criminale. |
σοβαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Josh soffriva di una grave influenza e era dovuto andare a casa. Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι. |
σφιγμένος, συγκρατημένοςaggettivo (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Harriet è così severa, non dà mai a nessuno un'idea di come si sente. Η Χάριετ είναι τόσο σφιγμένη· ποτέ δεν δίνει κανένα στοιχείο σε κανέναν για το τι αισθάνεται. |
σοβαρόςaggettivo (αυστηρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aveva un aspetto così severo che le ho chiesto cosa c'era che non andava. Έδειχνε τόσο σοβαρή που τη ρώτησα τι συμβαίνει. |
αυστηρός, βλοσυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Non osare fare un altro passo", disse David con un tono severo. |
αυστηρός(σκληρός, όχι επιεικής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλοσυρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il poliziotto aveva un'espressione severa mentre compilava la multa. Ο αστυνομικός φαινόταν βλοσυρός ενώ έκοβε την κλήση. |
σοβαρός, αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I modi severi di Ellen possono rendere nervose le persone. Οι αυστηροί τρόποι της Έλεν μπορούν να αγχώσουν τους άλλους. |
με ψυχρό βλέμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυστηρός(severo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho un'insegnante molto rigida che non tollera affatto gli scherzi. Ο δάσκαλός μου είναι πολύ αυστηρός και δεν ανέχεται αστεία. |
σφοδρότητα, δριμύτητα(del clima) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυστηρός, σκληρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il padre di Alice era un uomo severo che si aspettava che i figli gli obbedissero costantemente. Ο πατέρας της Άλις ήταν ένας βλοσυρός άνδρας που ήθελε τα παιδιά του να τον υπακούν συνέχεια. |
κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non le racconto niente perché sembra molto severa. Δεν της λέω τίποτε γιατί ακούγεται πάντα πολύ επικριτική (or: κριτική). |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I modi della signorina Tully erano austeri, al punto che persino gli altri insegnanti avevano paura di lei. |
σοβαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando i bambini videro l'espressione severa di Helena capirono di essere nei guai. |
έντονος, δυνατόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un vento crudo soffiava sulla pianura. L'incidente è servito da duro ammonimento in merito alla follia di guidare troppo velocemente in precarie condizioni climatiche. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας άγριος άνεμος φυσούσε στην πεδιάδα. |
αυστηρός(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι πολύ αυστηρός με τα παιδιά του και πραγματικά το απεχθάνονται αυτό. |
σοβαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando Sean arrivò a casa alle due del mattino, trovò sua madre ad aspettarlo con uno sguardo severo in viso. Όταν ο Σων γύρισε σπίτι στις δύο τα ξημερώματα, βρήκε τη μητέρα του να τον περιμένει με μια σοβαρή έκφραση. |
σκληρός, αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il padre di James gli ha detto che dovrà aspettarsi una severa punizione per il suo cattivo comportamento di quel giorno. Ο πατέρας του Τζέιμς του είπε να περιμένει σκληρή (or: αυστηρή) τιμωρία για την κακή συμπεριφορά του εκείνη τη μέρα. |
αυστηρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il rigido sistema educativo europeo ha i suoi pro e i suoi contro. |
οξύς, δριμύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A causa della siccità, la città deve far fronte a una grave carenza d'acqua. Εξαιτίας της ξηρασίας, η πόλη αντιμετωπίζει οξεία έλλειψη νερού. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli ha lanciato uno sguardo duro. |
απότομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo carattere irascibile gli ha fatto perdere il lavoro. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il dittatore aveva uno stretto controllo sul suo esercito. |
αυστηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Edward prestava una rigida attenzione all'igiene. Ο Έντουαρντ έδειχνε σχολαστική προσοχή στην υγιεινή. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Geraldine ha dei gusti piuttosto austeri in fatto di vestiti. |
καυστικός, δριμύςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περιορίζω, σφίγγω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκληρή πολιτικήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαλαρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (regole, leggi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha varato una legge che rende meno severe le restrizioni sulle merci importate. Η κυβέρνηση πέρασε έναν νόμο που χαλάρωσε τους περιορισμούς στα εισαγόμενα αγαθά. |
χαλαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Matthew approfittò del codice di abbigliamento non rigido e non indossò più la cravatta a lavoro. Ο Μαρκ εκμεταλλεύτηκε τους ενδυματολογικούς κανόνες που έγιναν λιγότερο αυστηροί (or: που χαλάρωσαν) και σταμάτησε να φορά γραβάτα στη δουλειά. |
αυστηρός(figurato: severo) (με κάποιον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È troppo duro con i suoi bambini. |
που καθίσταται ολοένα και πιο αυστηρόςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le disposizioni più rigide stanno diventando più che mai difficili da rispettare. Οι κανονισμοί καθίστανται ολοένα και πιο αυστηροί, γεγονός που δυσχεραίνει την τήρησή τους. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του severo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του severo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.