Τι σημαίνει το scale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scale στο Ιταλικό.
Η λέξη scale στο Ιταλικό σημαίνει κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, σκάλα, μουσική κλίμακα, μουσική κλίμακα, σκάλα, κέντα χρώμα, σκάλα, εύρος, φάσμα, διαβάθμιση, σκάλα, υπό κλίμακα, διεθνώς, παγκοσμίως, παράταση, επιμήκυνση, σκάλα, μικρός, μικρής κλίμακας, ευρύς, εκτεταμένος, μεγάλης κλίμακας, που δεν είναι υπό κλίμακα, παγκόσμια, παγκοσμίως, σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά, σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα, εκτενώς, ευρέως, σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφία, σε παγκόσμια κλίμακα, κυλιόμενη σκάλα, σκάλα, αναλογική κλίμακα, χρωματική κλίμακα, έξοδος κινδύνου, έκταση, ευρύτητα, κοινωνικός ξεπεσμός, κλίμακα μποφόρ, ιεραρχία, σχέδιο υπό κλίμακα, ελικοειδής σκάλα, σύστημα αρχών, σύστημα αξιών, μισθολογική κλίμακα, γυριστή σκάλα, ιχθυοδίοδος, απλός υπέρηχος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περιοχή μετρήσεων, κέντα-χρώμα, κέντα-φλος, κλίμακα Ρίχτερ, αγρόκτημα, φλος ρουαγιάλ, που κυμαίνεται, που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, σε κανονικό μέγεθος, περιορισμένος, σε όλη την επικράτεια, κλίμακα, σπειροειδής σκάλα, μειωμένος, περιστροφικός διακόπτης, εκτεταμένος, μικρογραφία, μινιατούρα, αποχρώσεις του γκρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scale
κλίμακαsostantivo femminile (cartografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mappa è disegnata in scala 1 a 100. Ο χάρτης έχει σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:1000. |
κλίμακαsostantivo femminile (sequenza di valori) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per favore valuta gli studenti in una scala a dieci. Σε παρακαλώ βαθμολόγησε την τάξη με κλίμακα από το ένα ως το δέκα. |
κλίμακα(grandezza, misura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il progetto della diga è stato ideato in grande scala. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το έργο είναι μεγάλης κλίμακας και θα επηρεάσει όλη τη γύρω περιοχή. |
κλίμακαsostantivo femminile (cartografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La scala compariva in fondo alla mappa. Η κλίμακα παρουσιαζόταν στο κάτω μέρος του χάρτη. |
κλίμακαsostantivo femminile (musica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pianista eseguiva delle scale per riscaldarsi. Ο πιανίστας έπαιξε μουσικές κλίμακες για ζέσταμα. |
σκάλαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Entrando nell'ingresso Imogen vide davanti a lei una scalinata che portava al primo piano. Όταν η Ίμοτζεν μπήκε στο χολ, είδε μπροστά της μια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. |
μουσική κλίμακαsostantivo femminile (musica) |
μουσική κλίμακαsostantivo femminile (musica) |
σκάλα(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Harry salì sulla scala fino al primo piano. |
κέντα χρώμαsostantivo femminile (giochi di carte) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nelle carte una "scala" è una sequenza dello stesso seme. |
σκάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una scala stretta portava al mezzanino. |
εύρος, φάσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαβάθμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sul lato della brocca erano incise delle tacche. Η διαβάθμιση ήταν χαραγμένη στη μια πλευρά της κανάτας. |
σκάλα(φορητή, όχι κτιρίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John ha usato una scala a pioli per salire sul tetto e riparare le grondaie. Ο Τζον χρησιμοποίησε μια σκάλα για να ανέβει στη στέγη και να καθαρίσει την υδρορροή. |
υπό κλίμακαlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Abbiamo guardato dei disegni in scala del nuovo edificio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα σχέδια είναι υπό κλίμακα, αλλιώς δεν θα χωρούσαν στο χαρτί. |
διεθνώς, παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παράταση, επιμήκυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stiamo pensando a una commercializzazione limitata, non a una campagna nazionale. Σκεφτόμαστε να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του προϊόντος, όχι μια εκστρατεία σε εθνικό επίπεδο. |
μικρής κλίμακας
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ευρύς, εκτεταμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il Presidente ha chiesto riforme di vasta portata. |
μεγάλης κλίμακαςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Washington DC si è verificata una protesta su larga scala contro la guerra in Iraq. |
που δεν είναι υπό κλίμακαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho fatto uno schizzo veloce per il muratore, anche se non in scala. |
παγκόσμια, παγκοσμίωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci si aspetta che i prezzi aumenteranno su scala globale nel corso delle prossime settimane. |
σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά(musica) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La melodia discende a scala solo alla fine. |
σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per fermare i mutamenti climatici è necessaria un'azione su vasta scala. |
εκτενώς, ευρέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono in corso indagini su vasta scala per rintracciare la scatola nera dell'aereo precipitato la settimana scorsa. |
σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφίαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε παγκόσμια κλίμακαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il clima sta cambiando non solo qui dove vivo io, ma anche su scala globale. |
κυλιόμενη σκάλαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joyce prende sempre la scala mobile per andare al secondo piano. |
σκάλαsostantivo femminile (φορητή, σε σχήμα Λ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Assicurati che la scala a libretto sia stabile prima di salirci. |
αναλογική κλίμακα(τιμών) La clinica locale utilizza una scala indicizzato così posso permettermi i loro servizi. |
χρωματική κλίμακαsostantivo femminile (musica) (μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La scala cromatica è una scala musicale formata da 12 note. |
έξοδος κινδύνουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In caso di incendio, si prega di utilizzare la scala antincendio per raggiungere il piano terra. |
έκταση, ευρύτηταavverbio (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha realizzato un modello in grande scala della locomotiva, lungo addirittura un metro, per riprodurre tutti i dettagli in ogni minimo particolare. |
κοινωνικός ξεπεσμός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quello che gli dava più fastidio non era la perdita della sua fortuna, ma l'essere sceso nella scala sociale. |
κλίμακα μποφόρsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιεραρχίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio primo lavoro in ufficio consisteva nel preparare il tè. Ero in fondo alla scala gerarchica. |
σχέδιο υπό κλίμακαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Henrietta fece un disegno in scala del suo giardino.
L'artista cominciò con un disegno in scala del murale previsto. Η Εριέττα έκανε ένα σχέδιο του κήπου της υπό κλίμακα. Ο καλλιτέχνης άρχισε με ένα σχέδιο υπό κλίμακα της προβλεπόμενης τοιχογραφίας. |
ελικοειδής σκάλαsostantivo femminile Salì per la scala a chiocciola fino in cima alla torre. |
σύστημα αρχών, σύστημα αξιών
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μισθολογική κλίμακαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυριστή σκάλαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il personaggio si rompe entrambe le gambe cadendo dalla cima di una scala a chiocciola. |
ιχθυοδίοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απλός υπέρηχοςsostantivo femminile (όχι έγχρωμος) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(poker) |
περιοχή μετρήσεωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κέντα-χρώμα, κέντα-φλος(poker) (πόκερ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλίμακα Ρίχτερsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγρόκτημαsostantivo femminile (per l'esportazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φλος ρουαγιάλsostantivo femminile (gioco: carte) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που κυμαίνεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su una scala da 1 a 10, a questo libro darei 8. |
που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κανονικό μέγεθοςlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιορισμένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε όλη την επικράτειαlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La partita di campionato verrà trasmessa stasera a livello nazionale. Ο αγώνας πρωταθλήματος θα μεταδοθεί απόψε σε όλη την επικράτεια. |
κλίμακα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan ha cominciato facendo il tirocinante e nel ventennio successivo è risalito nella scala societaria. |
σπειροειδής σκάλαsostantivo femminile |
μειωμένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
περιστροφικός διακόπτης(radio) Dan girava la sintonia cercando una stazione. Ο Νταν έπαιζε με τον περιστροφικό δείκτη προσπαθώντας να πιάσει κάποιο σταθμό στο ράδιο. |
εκτεταμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il lavoro del filosofo esprime una teoria completa sulla libertà personale. Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία. |
μικρογραφία, μινιατούρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποχρώσεις του γκριsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.