Τι σημαίνει το tromba στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tromba στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tromba στο Ιταλικό.

Η λέξη tromba στο Ιταλικό σημαίνει τρομπέτα, φρεάτιο, φρεάτιο, πηδιέμαι, γαμιέμαι, παίρνω, γαμιέμαι, γαμάω, γαμώ, πηδάω, γαμάω, φιστικώνω, απαυτώνω, παίρνω, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, το κάνω, κομμάτι, πηδάω, γαμάω, κλιμακοστάσιο, ανεμοστρόβιλος, κόρνα αέρος, προσκλητήριο σάλπισμα, φρεάτιο ανελκυστήρα, ευσταχιανή σάλπιγγα, σαλπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tromba

τρομπέτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il quintetto ha due trombe ma un solo trombone.
Το κουαρτέτο έχει δύο τρομπέτες αλλά μόνο ένα τρομπόνι.

φρεάτιο

(scale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hanno costruito una tromba delle scale al centro dell'edificio, e ci sono sia le scale che un ascensore.

φρεάτιο

(dell'ascensore)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il gruppo voleva disperatamente scappare, così quando l'ascensore non arrivò, aprirono a forza le porte e guardarono nel pozzo per vedere se c'era una scaletta.
Η ομάδα ήταν απελπισμένη και ήθελε να δραπετεύσει και έτσι όταν δεν ήρθε το ασανσέρ, άνοιξαν τις πόρτες και κοίταξαν μέσα στο φρεάτιο για να δουν αν υπήρχε σκάλα.

πηδιέμαι, γαμιέμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Li sentivamo trombare nella stanza a fianco.

παίρνω

(volgare) (καθομ, πιθανά προσβλ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Patrick sosteneva di essersi scopato venti ragazze, ma nessuno gli credeva.

γαμιέμαι

(volgare) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo tempo di scopare prima che arrivino?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γαμάω, γαμώ

(volgare) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally mormorò all'orecchio di Harry che gli sarebbe piaciuto proprio scoparsela.
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

πηδάω, γαμάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φιστικώνω, απαυτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'hai chiavata al primo appuntamento?

παίρνω

(colloquiale) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I suoi amici sono tutti ansiosi di sapere se se la porta a letto.

τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho sentito che Brian si scopa Marsha.
Άκουσα τον Μπράιαν να κουτουπώνει τη Μάρσα.

το κάνω

verbo intransitivo (volgare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Io e Jack abbiamo passato tutta la notte a trombare invece di andare alla festa.
Με τον Τζακ το κάναμε όλο το βράδυ αντί να πάμε στο πάρτυ.

κομμάτι

(μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sì, andava forte a letto.
Ναι, είναι καλό κομμάτι.

πηδάω, γαμάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομιλουμένη χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I baci appassionati gli hanno fatto venire voglia di scoparsela.

κλιμακοστάσιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel nostro palazzo si può guardare su per la tromba delle scale fino al tetto.
Στο κτίριό μας μπορείς να δεις μέσα από το κλιμακοστάσιο ως την οροφή.

ανεμοστρόβιλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una tromba d'aria investì la città lasciandosi dietro dei danni.

κόρνα αέρος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσκλητήριο σάλπισμα

sostantivo maschile

Il Risveglio è un famoso segnale militare di tromba per svegliare il personale militare all'alba.

φρεάτιο ανελκυστήρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευσταχιανή σάλπιγγα

sostantivo femminile (anatomia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tromba di Eustachio unisce la faringe all'orecchio medio.

σαλπίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La banda marciava lungo la strada suonando le trombe.
Η φιλαρμονική ορχήστρα σάλπιζε κατεβαίνοντας τον δρόμο.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tromba στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.