Τι σημαίνει το risultato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης risultato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του risultato στο Ιταλικό.

Η λέξη risultato στο Ιταλικό σημαίνει προέρχομαι από κτ, επακολουθώ, ακολουθώ, προκύπτω, πηγαίνω, πάω, αποδεικνύομαι, είμαι το αποτέλεσμα, συνάγεται, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, έκβαση, κατάληξη, επίτευξη, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, λύση, αποτέλεσμα, κέρδος, όφελος, αντανάκλαση, συνέπεια, επιτυχία, χαρμάνι, προσπάθεια, άκρη, εξέλιξη, συνέπεια, δικαιούμαι αποζημίωση, βγαίνω θετικός, μου έρχεται από μόνο του, βγαίνω θετικός για κτ, ακολουθώ, προκύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης risultato

προέρχομαι από κτ

Dall'investimento sono risultati molti profitti.

επακολουθώ, ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La protesta stava diventando violenta e la polizia temeva che sarebbero seguiti dei disordini.
Η διαδήλωση εξελίσσονταν βίαια και η αστυνομία ανησυχούσε πως μπορεί να ακολουθούσαν ταραχές.

προκύπτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω, πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le previsioni sono buone ma è troppo presto per dire come finirà.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

αποδεικνύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La sua conclusione si è dimostrata falsa.
Το συμπέρασμά του αποδείχτηκε λανθασμένο.

είμαι το αποτέλεσμα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il nostro successo deriva da una collaborazione di squadra.
Η επιτυχία μας είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μας ως ομάδα.

συνάγεται

verbo intransitivo (essere conseguenza) (λόγιος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Ne consegue che diminuire i tassi d'interesse aumenta l'inflazione.

αποτέλεσμα

(spesso al plurale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Conosci i risultati delle elezioni?
Γνωρίζεις την έκβαση των εκλογών;

αποτέλεσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Qualcuno è a conoscenza del risultato delle negoziazioni?
Ξέρει κανείς το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων;

έκβαση, κατάληξη

(αποτέλεσμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίτευξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fin dall'inizio della sua carriera accademica, si focalizza solo sui risultati scolastici e non sulla socializzazione.
Καθ' όλη τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη σχολική πρόοδο (or: επιτυχία) κι όχι στην κοινωνικοποίησή του.

αποτέλεσμα

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I miei clienti di solito vedono i risultati già nelle prime settimane!
Οι πελάτες συνήθως μου αρχίζουν να βλέπουν αποτελέσματα μέσα στις πρώτες εβδομάδες!

αποτέλεσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esaminiamo i risultati.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο αποτέλεσμα.

αποτέλεσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La riunione è finita senza risultato chiaro, alla fin fine è stata una perdita di tempo.
Η συνάντηση τελείωσε χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Μάλλον ήταν απλά χάσιμο χρόνου.

λύση

sostantivo maschile (matematica) (εξίσωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha ragionato per 15 minuti prima di trovare il risultato dell'equazione.

αποτέλεσμα

sostantivo maschile (internet) (αναζήτησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mia prima ricerca non ha dato molti risultati.

κέρδος, όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Imparare una nuova lingua straniera è difficile ma il risultato è che puoi comunicare con gente nuova.

αντανάκλαση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I lavori dell'artista sono il riflesso del suo credo politico.
Το έργο του καλλιτέχνη αποτελεί αντανάκλαση των πολιτικών του πεποιθήσεων.

συνέπεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σου.

επιτυχία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Christina ha festeggiato il risultato con una coppa di gelato.
Η Χριστίνα γιόρτασε την επιτυχία της με ένα παγωτό με γαρνιτούρα.

χαρμάνι

(miscuglio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La musica del gruppo è il risultato di diverse influenze.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il disegno è un bel risultato, considerato che è stato fatto a memoria.
Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εικόνα δημιουργήθηκε από μνήμης, θα λέγαμε ότι συνιστά αρκετά καλή προσπάθεια.

άκρη

(βρίσκω, βγάζω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I giornalisti radunati rimasero stupiti dall'esito del procedimento giudiziario.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βρήκες (or: Έβγαλες) τελικά άκρη με αυτήν την εξίσωση;

εξέλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa azienda è lo sviluppo di quella precedente.

συνέπεια

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il successo è stato un risultato del loro duro lavoro.

δικαιούμαι αποζημίωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il giudice ha stabilito che avevo diritto al risarcimento dei danni.

βγαίνω θετικός

verbo intransitivo (σε εξέταση)

μου έρχεται από μόνο του

verbo intransitivo (fare qualcosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω θετικός για κτ

verbo intransitivo (σε εξέταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa azione deriva dalla decisione presa lo scorso mese.

προκύπτω

verbo intransitivo (από κτ, μετά από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cambiamenti che sono risultati dall'incontro tra il consiglio e i residenti del posto hanno reso decisamente migliore la zona.
Οι αλλαγές που προέκυψαν από τις συναντήσεις του δημοτικού συμβουλίου με τους κατοίκους πραγματικά ευνόησαν την περιοχή.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του risultato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.