Τι σημαίνει το rappresentante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rappresentante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rappresentante στο Ιταλικό.

Η λέξη rappresentante στο Ιταλικό σημαίνει εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, εμπορικός αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, όργανο, έμπορος, ατζέντης, ατζέντισσα, πρεσβευτής, πρέσβης, εκπρόσωπος, πωλήτρια, πωλήτρια, ενσαρκώνω, αντιπροσωπεύω, συμβολίζω, είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα, υποστηρίζω, εκπροσωπώ, είμαι, αποτελώ, αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ, παίζω, παίζω, αντιστοιχώ σε, είμαι αντιπροσωπευτικός, παίζω, εκπροσωπώ, υποδύομαι, ενσαρκώνω, περιγράφω, αναπαριστώ, απεικονίζω, παίζω, ενσαρκώνω, περιγράφω, παρουσιάζω, απεικονίζω, αποδίδω, υποκαθιστώ, ανεβάζω, εκπροσωπώ, σαν υφηγητής πανεπιστημίου, εκλεγμένος αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος εμπορικού σωματίου, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, εμπορικός αντιπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, δικηγόρος, πρόεδρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rappresentante

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il rappresentante del sindacato portò le richieste dei dipendenti ai dirigenti.
Ο εκπρόσωπος του σωματείου μετέφερε τα αιτήματα του προσωπικού στη διοίκηση.

αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Il nostro rappresentante passerà nel tuo ufficio con dei campioni in omaggio.

εκπρόσωπος

(commerciale) (πωλήσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ένας εκπρόσωπος θα σας καλέσει όποτε σας βολεύει.

ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Il nostro rappresentante la aspetterà appena fuori dai controlli di dogana.
Ο ταξιδιωτικός αντιπρόσωπός μας θα σας συναντήσει ακριβώς έξω από το τελωνείο.

εκπρόσωπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος

(politica)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I parlamentari sono rappresentanti dei loro elettori.
Οι βουλευτές είναι εκπρόσωποι των ψηφοφόρων τους.

εμπορικός αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

Il rappresentante della compagnia visitò i clienti per mostrare loro il prodotto.
Ο εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας επισκέφθηκε τους πελάτες για να τους παρουσιάσει το προϊόν.

αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Se ha problemi quando arriva in albergo, la preghiamo di farli presente al rappresentante sul posto.
Εάν αντιμετωπίσετε οποιοδήποτε πρόβλημα όταν φτάσετε στο ξενοδοχείο, παρακαλείσθε να το αναφέρετε στον αντιπρόσωπο που βρίσκεται εκεί.

όργανο

sostantivo maschile (della legge) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo sceriffo non riceveva alcun rispetto nella piccola cittadina perché era considerato un rappresentante del governo che invadeva il loro territorio.

έμπορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι έμποροι συγκεντρώθηκαν για ένα συνέδριο σχετικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

ατζέντης, ατζέντισσα

sostantivo maschile (ηθοποιός κ.λπ.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
L'agente di Amanda le ha procurato un accordo editoriale.
Ο ατζέντης της Αμάντας της εξασφάλισε ένα συμβόλαιο για συγγραφή βιβλίου.

πρεσβευτής, πρέσβης

sostantivo maschile (μτφ: εκπρόσωπος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vari governi hanno mandato dei delegati nelle zone di guerra.
Αρκετές κυβερνήσεις έχουν στείλει πρεσβευτές (or: πρέσβεις) καλής θέλησης στις ζώνες πολέμου.

εκπρόσωπος

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Improvvisamente è diventato un portavoce dei precari.
Έχει γίνει ξαφνικά εκπρόσωπος των φτωχών εργαζόμενων.

πωλήτρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πωλήτρια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Va' a chiedere a quella venditrice laggiù quanto costa.

ενσαρκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le opere dell'artista rappresentavano lo spirito dell'epoca.
Το έργο του καλλιτέχνη ενσάρκωσε το πνεύμα της εποχής.

αντιπροσωπεύω, συμβολίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il colore rosso rappresenta il sangue.
Το κόκκινο χρώμα αντιπροσωπεύει (or: συμβολίζει) το αίμα.

είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quell'abito da sera rappresenta il tipico abbigliamento indossato dalle donne di quel periodo.

υποστηρίζω

(άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

εκπροσωπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (diritto: difendere) (εκ μέρους κάποιου άλλου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli avvocati di Frank lo rappresenteranno.
Οι δικηγόροι του Φρανκ θα τον εκπροσωπήσουν.

είμαι, αποτελώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa risposta rappresenta un buon esempio di sarcasmo.
Η απάντηση αυτή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα σαρκασμού.

αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ

Oggi nel Regno Unito le donne rappresentano quasi la metà della forza lavoro.
Οι γυναίκες στη Βρετανία αντιστοιχούν (or: αναλογούν) πλέον σχεδόν στο μισό του εργατικού δυναμικού.

παίζω

(teatro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rappresentano "Aspettando Godot" per tutta la settimana.

παίζω

(θέατρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia rappresenterà alcune scene di Shakespeare.
Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ.

αντιστοιχώ σε

verbo transitivo o transitivo pronominale (simboleggiare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo zero rappresenta un 'no', l'uno rappresenta un 'sì'.

είμαι αντιπροσωπευτικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La farfalla rappresenta una classe di insetti.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (teatro: recitare) (μτφ: ρόλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stato il primo americano a rappresentare l'Amleto in scena.

εκπροσωπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente rappresenta gli elettori.

υποδύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (teatro: inscenare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nella commedia lui ha rappresentato il professore.
Έπαιξε τον καθηγητή στο έργο.

ενσαρκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιγράφω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il libro dipingeva il ritratto della famiglia ideale.

αναπαριστώ

(in modo simbolico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απεικονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dipinto astratto rappresenta il concetto di maternità dell'artista.
Ο αφηρημένος πίνακας απεικονίζει την αντίληψη του καλλιτέχνη για τη μητρότητα.

παίζω, ενσαρκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ρόλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gruppo teatrale ha messo in scena una delle opere di Shakespeare.
Η θεατρική ομάδα ανέβασε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ.

περιγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La poetessa rappresentò l'amante come un eroe epico.

παρουσιάζω

(recitazione, cinema, teatro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno recitato uno sketch per divertire la folla.
Παρουσίασαν ένα σκετς για να διασκεδάσουν τον κόσμο.

απεικονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piacciono le sculture che rappresentano soggetti a me noti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στον πίνακά του Γκουέρνικα, ο Πικάσο αναπαριστά τη φρικαλεότητα του πολέμου.

αποδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artista aveva rappresentato il cavallo con grande abilità.
Ο καλλιτέχνης απεικόνισε αυτό το άλογο με μεγάλη δεξιοσύνη.

υποκαθιστώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στο μπαρ, ο Γκάβιν προσπάθησε να εξηγήσει στους φίλους του το ατύχημα. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το ποτήρι της μπίρας, για να υποκαταστήσει το αυτοκίνητο και το σουβέρ για να υποκαταστήσει τον πεζό.

ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia teatrale ha messo in scena una commedia lo scorso autunno.

εκπροσωπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sara è qui per sostituire il suo capo.

σαν υφηγητής πανεπιστημίου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκλεγμένος αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιπρόσωπος εμπορικού σωματίου

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I rappresentanti sindacali hanno convocato un'assemblea sindacale per domani.

εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

εμπορικός αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

sostantivo maschile (πωλήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La richiesta deve essere firmata da lei o da un suo rappresentante autorizzato.

δικηγόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il rappresentante legale della compagnia di taxi si presenterà all'udienza la prossima settimana.
Ο δικηγόρος της εταιρείας ταξί θα εμφανιστεί στην ακρόαση την επόμενη εβδομάδα.

πρόεδρος

sostantivo maschile (συνδικαλιστών)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il direttore della fabbrica ha incontrato i rappresentanti sindacali per discutere i termini.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rappresentante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.