Τι σημαίνει το scommettere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scommettere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scommettere στο Ιταλικό.
Η λέξη scommettere στο Ιταλικό σημαίνει πάω στοίχημα με κπ για κτ, σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα, παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, τζογάρω, στοιχηματίζω, ρισκάρω, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, τοποθετώ ένα στοίχημα, παίζω τυχερά παιχνίδια, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω σε κτ, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω κατά, αποκλείω, πάω στοίχημα, να είσαι σίγουρος, σίγουρα, στοιχηματίζω σε κτ, βάζω στοίχημα για κτ, στοιχηματίζω σε κτ, σίγουρο, ποντάρω κτ σε κτ, υπολογίζω, βασίζομαι, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, εγγυώμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scommettere
πάω στοίχημα με κπ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scommetto cento dollari. |
σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scommetto che il compito di matematica sarà facilissimo. |
παίζω στοίχημαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scommettere è una perdita di soldi. Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα. |
στοιχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cavallo è dato 11 a 2, quindi se punti 2 £ e vince, avrai 11 £. Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες. |
στοιχηματίζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πάω στοίχημα (or: Βάζω στοίχημα) ότι ο Ίαν δεν θα έρθει στη δουλειά σήμερα. |
τζογάρω, στοιχηματίζω(fare scommesse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scommetto di rado, ma non ho potuto fare a meno di scommettere su quel cavallo. |
ρισκάρω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo è un grosso rischio da assumersi per la tua impresa: non dovresti scommettere a meno che tu non sia sicuro di poterti permettere le perdite qualora andasse storto. Είναι μεγάλο ρίσκο για την επιχείρησή σου. Δε θα έπρεπε να τζογάρεις αν δεν είναι σίγουρος πως μπορείς να καλύψεις τις απώλειες αν κάτι πάει στραβά. |
στοιχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dawn scommise che il nuovo tirocinante sarebbe durato meno di un mese. |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La donna ha scommesso tutti i suoi risparmi di una vita nel casinò e ha perso tutto. |
διακινδυνεύω, ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo sul piatto una somma piuttosto elevata, ma era disposto a correre il rischio. Επρόκειτο να διακινδυνεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως ήταν αποφσισμένος να το ρισκάρει. |
τοποθετώ ένα στοίχημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω τυχερά παιχνίδιαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ai minori è vietato giocare d'azzardo. |
στοιχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben puntò 100 £ sulla corsa. |
στοιχηματίζω σε κτ
Rita ha scommesso dieci dollari su un cavallo all'ippodromo. Η Ρίτα στοιχημάτισε σε ένα άλογο στον ιππόδρομο. |
στοιχηματίζω(μεταφορικά: για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στοιχηματίζω κατάverbo intransitivo Oscar ha perso perché ha scommesso contro il cavallo vincente. |
αποκλείωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non scommetterei contro il fatto che otterrà la promozione. |
πάω στοίχημαverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
να είσαι σίγουροςinteriezione (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Qualsiasi cosa farà il governo ci costerà del denaro, ci puoi scommettere! |
σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
στοιχηματίζω σε κτ
|
βάζω στοίχημα για κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
στοιχηματίζω σε κτ
La droga di Alan sta tutta nel brivido che prova quando scommette sui dadi. |
σίγουρο
|
ποντάρω κτ σε κτverbo intransitivo Ed ha scommesso sulla sua macchina a poker e ha perso. |
υπολογίζω, βασίζομαι(figurato: avere fiducia in [qlcs]) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli piace giocare ai cavalli. |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha scommesso cinquanta dollari sul cavallo. Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο. |
βάζω στοίχημαverbo transitivo o transitivo pronominale (σε/με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scommetto dieci a uno con te che non lui non c'era proprio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα. |
εγγυώμαι(κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È venerdì pomeriggio e vedo che Adam se ne è andato di nuovo presto, sono sicuro che è al pub. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scommettere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scommettere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.