Τι σημαίνει το presenti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης presenti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του presenti στο Ιταλικό.

Η λέξη presenti στο Ιταλικό σημαίνει προβάλλω, συστήνω, γνωρίζω, υποβάλλω, παρουσιάζω εκδήλωση, γνωρίζω, συστήνω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, προσκομίζω, υποβάλλω, καταθέτω, κάνω, εξοικειώνω, παραδίδω, παραδίνω, προτείνω, παρουσιάζω, επιδεικνύω, υποβάλλω, υποβάλλω, υποβάλλω, μετάδοση, εκθέτω, παρουσιάζω, εμφάνιση, διατυπώνω την αρχή, προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ, αναδεικνύω, παρουσιάζω, προβάλλω, παρουσιάζω, παρών, εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση, ενεστώτας, ενεστώτας, παρών, παρευρισκόμενος, τώρα, σήμερα, που τριγυρίζει, υπάρχω, υπάρχων, παριστάμενος, παρευρισκόμενος, κοντά, δώρο, προσεκτικός, συμβολικό δώρο, υφιστάμενος, δώρο, δώρο, είμαι συμπαρουσιαστής, συμπαρουσιάζω, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, παραπονούμαι επισήμως, υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά, στηρίζω μια πρόταση, υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση, κάνω μια πρόταση, μανία θανάτου, υποβάλλω προσφορά, επιδεικνύω, αιτούμαι, συστήνω, γνωρίζω, αιτούμαι, συμπαρουσιάζω, προβάλλω, προβάλλω αίτημα σε κτ, αιτούμαι, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, προβάλλω, ασκώ έφεση, συστήνω, ελκυστική εισαγωγική ομιλία, δεν έχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης presenti

προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il teatro locale mette in scena "Salomè" in questi giorni.
Το τοπικό σινεμά παίζει τη «Σαλώμη».

συστήνω, γνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lascia che ti presenti il mio amico Stephen.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τον φίλο μου Στίβεν.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho presentato il modulo di registrazione al dottore.
Υπέβαλε τη φόρμα εγγραφής στο γιατρό.

παρουσιάζω εκδήλωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Conosci qualcuno che potrebbe presentare la mia festa?

γνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (far conoscere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piacerebbe presentarti il mio amico.
Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς.

συστήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Papà, permettimi di presentarti il mio capo, il signor Smith.
Μπαμπά, επίτρεψέ μου να σου συστήσω το αφεντικό μου, τον κύριο Σμιθ.

παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
E adesso presentiamo il nostro musical extravaganza.

παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Permettimi di presentarti le mie scoperte.

προσκομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il venditore presenta la sua fattura ogni settimana.

υποβάλλω, καταθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (diritto) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'impiegato ha presentato un reclamo formale contro la sua azienda.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (πρόταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho una proposta da presentarti.
Θα ήθελα να σου προτείνω κάτι.

εξοικειώνω

(una persona) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti hanno presentato i loro compiti all'insegnante.
Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.

προτείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho presentato un'idea al mio capo perché la prendesse in considerazione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εγώ σας έχω υποβάλει τις προτάσεις μου και αναμένω τις δικές σας ενέργειες.

παρουσιάζω

(novità)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda ha intenzione di presentare la nuova linea di prodotti in primavera.
Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha esibito il suo passaporto per il controllo.
Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presenta la tua domanda di ammissione prima della scadenza.
Πρέπει να υποβάλεις την αίτησή σου για εισαγωγή πριν τη λήξη της προθεσμίας.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il procuratore distrettuale ha presentato delle accuse di aggressione.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giovane presentò i propri ringraziamenti per la gentilezza che gli aveva mostrato la famiglia. Olivia ne aveva avuto abbastanza del suo lavoro e presentò le dimissioni.

μετάδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τα κανάλια οφείλουν να είναι προσεκτικά σε ό,τι αφορά τη μετάδοση ευαίσθητων θεμάτων.

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane espose un'idea rivoluzionaria riguardo all'uso della chiropratica in medicina.

εμφάνιση

(αισθητική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'apprezzamento del cibo dipende in parte da una buona presentazione.
Στο φαγητό, μέρος της απόλαυσης είναι η εμφάνιση.

διατυπώνω την αρχή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Darwin ha proposto il concetto di sopravvivenza del più adatto come principio dell'evoluzione.

προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa canzone esibisce molto bene la sua estensione vocale.
Αυτό το τραγούδι αναδεικνύει πραγματικά το εύρος της φωνής της.

παρουσιάζω, προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mostra presenterà il lavoro degli artisti locali.
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί το έργο ντόπιων καλλιτεχνών.

παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'accusa desidera esibire la domanda di riscatto come prova del reato.
Η εισαγγελία επιθυμεί να παρουσιάσει την απαίτηση για λύτρα ως αποδεικτικό στοιχείο.

παρών

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smettila di preoccuparti così per il futuro e cerca di vivere nel presente!

ενεστώτας

sostantivo maschile (grammatica) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In questa lezione gli studenti imparano l'uso del presente.

ενεστώτας

sostantivo maschile (grammatica) (γραμματική: χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo paragrafo è al passato, ma quello è tutto al presente.

παρών

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il direttore dell'azienda ringraziò tutti quelli presenti per aver fatto della conferenza un successo.

παρευρισκόμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La folla presente attendeva con ansia l'ingresso sul palco della rock band.
Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.

τώρα, σήμερα

sostantivo maschile

L'attenzione dei capi è concentrata sul presente.
Οι προσοχή των ηγετών επικεντρώνεται στο τώρα (or: παρόν).

που τριγυρίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Coi fallimenti dei precedenti governatori sempre presenti nella sua mente, il politico promise di far meglio.

υπάρχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I bisonti selvatici non sono più presenti in Nord America.
Δεν υπάρχουν πια άγρια βουβάλια στη Βόρεια Αμερική.

υπάρχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Anche se l'idea è stata esistente per anni nessun se ne è interessato prima d'ora.

παριστάμενος

(persona per la strada)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Dei passanti hanno segnalato un furgone rosso che si allontanava a grande velocità dal luogo del reato.
Οι παριστάμενοι ανέφεραν ότι ένα κόκκινο φορτηγάκι έφυγε με ταχύτητα από το σημείο.

παρευρισκόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il sindaco ringraziò gli 11 partecipanti alla riunione per essere venuti nonostante il breve preavviso.

κοντά

(esserci)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei c'è? Vorrei chiederle una cosa.

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσεκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμβολικό δώρο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υφιστάμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La proposta attuale prevede di spendere 50 mila dollari il primo anno.

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il regalo di compleanno era proprio quello che le serviva.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του έφερε πεσκέσι σπιτική πίτα.

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le ha fatto un maglione come regalo di compleanno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της χάρισε ένα πουλόβερ σαν δώρο γενεθλίων.

είμαι συμπαρουσιαστής

(σε κάτι με κάποιον)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

συμπαρουσιάζω

(κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'unico mio compito per oggi è fare una domanda di lavoro.

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

verbo transitivo o transitivo pronominale (partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

παραπονούμαι επισήμως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sporgerò un reclamo contro il mio avvocato per la sua incompetenza. Vorrei presentare un reclamo riguardante il vostro servizio clienti.
Θα παραπονεθώ επισήμως για την ανικανότητα του δικηγόρου μου. Θέλω να παραπονεθώ επισήμως για την εξυπηρέτηση των πελατών σας.

υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale

στηρίζω μια πρόταση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (compagnia di assicurazioni)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια πρόταση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Presentò una mozione per rinviare la riunione.

μανία θανάτου

verbo transitivo o transitivo pronominale (tecnico, psichiatria) (ψυχιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποβάλλω προσφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale (concorso, appalto, ecc.) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tre imprese di costruzione stanno presentando un'offerta per quel prestigioso contratto.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando la madre famosa venne a scuola, lui la presentò con orgoglio a tutti gli amici.

αιτούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovrebbe presentare una domanda al tribunale per un'ordinanza restrittiva.
Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο.

συστήνω, γνωρίζω

(persone) (κάποιον σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εγώ ήμουνα αυτός που γνώρισε τη Μαρία στον Αλί.

αιτούμαι

(με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avvocato ha presentato una domanda di grazia al presidente.

συμπαρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giornale l'ha mostrata in prima pagina.
Το περιοδικό την πρόβαλε στην πρώτη σελίδα.

προβάλλω αίτημα σε κτ

(επίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori hanno fatto richiesta al preside di annullare l'assemblea.
Οι γονείς ζήτησαν από τον διευθυντή να ακυρωθεί η συνέλευση.

αιτούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cittadini erano contrari alle leggi di zonizzazione, perciò presentarono un'istanza.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda di Jeff è fallita e lui è stato costretto a presentare l'istanza di fallimento.
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rivista presenta i 10 migliori ristoranti della Gran Bretagna nel numero di luglio.
Το περιοδικό παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα εστιατόρια της Βρετανίας στο τεύχος του Ιουλίου.

ασκώ έφεση

verbo intransitivo (diritto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'omicida ha presentato appello contro la sentenza a quarant'anni di carcere.
Ο δολοφόνος αποφάσισε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που τον καταδίκασε σε κάθειρξη σαράντα ετών.

συστήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Governatore, posso presentarle il signor Johnson?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κύριε Κυβερνήτη, να σας συστήσω τον κύριο Τζόνσον;

ελκυστική εισαγωγική ομιλία

sostantivo maschile (nel tempo di una corsa in ascensore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω

(essere mancante di qualcosa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'etichetta manca delle informazioni riguardo agli effetti collaterali di questa medicina.
Η ετικέτα δεν έχει πληροφορίες για τις παρενέργειες του φαρμάκου.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του presenti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.