Τι σημαίνει το posteriore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης posteriore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posteriore στο Ιταλικό.

Η λέξη posteriore στο Ιταλικό σημαίνει πίσω, πίσω, πίσω, προς τα πίσω, οπίσθιος, πίσω μέρος, πίσω, πρυμναίος, πίσω, πίσω, πισινά, πίσω, καπούλια, πισινά, πίσω μέρος, πισινός, πίσω μέρος, οπίσθια, πισινός, πισινός, κώλος, πισινός, πισινά, οπίσθια, κώλος, πισινός, ποπός, πίσω μέρος, πίσω μέρος, του συνεπιβάτη, ιγνυακός τένοντας, πίσω προβολέας, πίσω μέρος τετράποδου, θέση συνεπιβάτη σε μηχανή, πίσω κάθισμα, κωλότσεπη, οπίσθιο τμήμα, πίσω φως, πίσω φως, πίσω φανάρι, πίσω πόδια, πίσω κάθισμα, οπίσθια όψη, του πίσω καθίσματος, πίσω, πόρτα του πόρτ παγκάζ, πίσω μέρος, μικρό φιλέτο σκούρου κρέατος πάνω από το μηρό, στη θέση του συνεπιβάτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης posteriore

πίσω

aggettivo (animale: arto)

Ben ha mancato il colpo colpendo il cervo sulla zampa posteriore.

πίσω

aggettivo

Peter ha messo le borse della spesa sul sedile posteriore della macchina.
Ο Πίτερ έβαλε τις τσάντες με τα ψώνια στην πίσω θέση του αυτοκινήτου.

πίσω

aggettivo

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Teresa si infastidì quando scoprì che il suo posto a sedere era nella parte posteriore dell'aereo.

προς τα πίσω

aggettivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οπίσθιος

(dietro) (ανάλογα τη θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πίσω μέρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lui ha crudelmente paragonato le fattezze di lei al posteriore di un autobus!

πίσω

sostantivo maschile

Il posteriore della macchina è stato danneggiato dal tamponamento da parte di un'altra auto.
Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου έπαθε ζημιά όταν χτυπήθηκε από πίσω από ένα άλλο αυτοκίνητο.

πρυμναίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La palestra è situata nella parte posteriore della nave.

πίσω

aggettivo

C'è il foro di un proiettile nella parte posteriore dell'aereo.

πίσω

Quanti passeggeri entrano nei sedili posteriori?
Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα;

πισινά

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

Signore, sta guardando il mio fondoschiena?

πίσω

Le ultime pagine della rivista sono dedicate alla pubblicità.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

καπούλια, πισινά

sostantivo maschile (animali)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La scimmia si è girata e ha mostrato il posteriore (or: didietro) al pubblico dello zoo.

πίσω μέρος

(parte posteriore)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το φορτηγό χτύπησε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.

πισινός

(colloquiale: natiche) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίσω μέρος

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posso sedermi in macchina dietro e tu davanti.
Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά.

οπίσθια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Olivia odia quando gli uomini le guardano il sedere.

πισινός

(persone) (καθομιλουμένη)

Durante la settimana bianca Abby è caduta e si è fatta male al sedere.

πισινός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώλος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando Billy spinse Johnny, questi cadde dritto sul sedere.

πισινός

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mio padre mi schiaffeggiava sul sedere.

πισινά, οπίσθια

sostantivo maschile (glutei)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La mamma arrabbiata ha sculacciato il bambino nel sedere.
Θυμωμένη η μητέρα χτύπησε το παιδί στον πισινό (or: ποπό).

κώλος

sostantivo maschile (άκομψο, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un cane ha morso Drake nel sedere (or: fondoschiena)!
Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό!

πισινός, ποπός

sostantivo maschile (eufemismo, anatomia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il padre diede al figlio disobbediente un rapido calcio sul didietro.
Ο πατέρας έριξε μια ξυλιά στα πισινά του ανυπάκουου γιου.

πίσω μέρος

sostantivo maschile (pantaloni) (εκεί που είναι οι τσέπες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
S'è fatta un buco nel dietro dei pantaloni.

πίσω μέρος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il retro della stanza era pieno fino al soffitto di sedie.
Στο πίσω μέρος του δωματίου υπήρχαν μεγάλες στοίβες από καρέκλες.

του συνεπιβάτη

(σε μηχανή μεγάλου κυβισμού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιγνυακός τένοντας

(ανατομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I corridori dovrebbero stirare i loro tendini del garretto prima e dopo gli esercizi.

πίσω προβολέας

sostantivo femminile (αυτοκινήτου)

πίσω μέρος τετράποδου

sostantivo maschile (di animale quadrupede)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέση συνεπιβάτη σε μηχανή

sostantivo maschile (moto) (μηχανή μεγάλου κυβισμού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω κάθισμα

sostantivo maschile

I bambini sotto i 12 anni dovrebbero sedersi nel sedile posteriore di un veicolo.

κωλότσεπη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È rischioso tenere il portafoglio nella tasca posteriore dei pantaloni, perché può essere rubato con facilità.

οπίσθιο τμήμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω φως

sostantivo maschile (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho rotto un fanale posteriore della macchina facendo retromarcia e andando addosso a un albero.

πίσω φως, πίσω φανάρι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω πόδια

sostantivo femminile (ζώα)

Le cavallette usano le zampe posteriori per saltare.

πίσω κάθισμα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I bambini sono più al sicuro sul sedile posteriore di una macchina che sul sedile anteriore del passeggero.

οπίσθια όψη

sostantivo femminile

του πίσω καθίσματος

sostantivo maschile

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Questa macchina ha tre cinture sul sedile posteriore.

πίσω

avverbio (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill era seduto sul sedile del passeggero, mentre io e Sally eravamo seduti nella parte posteriore.

πόρτα του πόρτ παγκάζ

sostantivo maschile (auto)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Kim aprì il portellone posteriore e tirò fuori zaini e pali da escursione.

πίσω μέρος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tom e Linda hanno una catasta di legna sul retro della casa.
Ο Τομ και η Λίντα έχουν έναν σωρό από καυσόξυλα στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.

μικρό φιλέτο σκούρου κρέατος πάνω από το μηρό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quella posteriore è la parte più succulenta del pollo arrosto.

στη θέση του συνεπιβάτη

locuzione avverbiale (moto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Βαρέθηκε να κάθεται στη θέση του συνεπιβάτη και έτσι αγόρασε δική της μηχανή.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posteriore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.