Τι σημαίνει το piatti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης piatti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piatti στο Ιταλικό.

Η λέξη piatti στο Ιταλικό σημαίνει πιάτο, πιάτο, επίπεδος, βαλβίδα, επίπεδος, ισόπεδος, μονότονος, άγευστος, παράφωνος, με επίπεδη κορυφή, πιάτο, πικάπ, αρχική πλάκα, αρχική βάση, ένα πιάτο, κάβα, επίπεδος, πιάτο, πιάτο, pool, πιάτο, ποτ, pot, ένα πιάτο, αδιάφορος, ήρεμος, ήσυχος, ράχη, απαλός, επίπεδος, πεζός, βαρετός, στερούμενος ενθουσιασμού, άχρωμος, ανέκφραστος, βαρετός, αδιάφορος, ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος, επίπεδος, τραπέζι, flat, φλατ, μαούνα, φορτηγίδα, βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέρα, σπεσιαλιτέ, αποκορύφωμα, λιχουδιά, επίπεδη βάρκα, πλάκα, υφαντός, χωρίς κόπο, ορεκτικό, πιατέλα, πλατύψαρο, πιατέλα με τυριά, πλατυποδία, πίτα, πλατυποδία, ποικιλία τυριών, πιάτο φαγητού, τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, επίπεδη οθόνη, κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο, κύριο πιάτο, πιάτο με βοδινό, τσοπ σούι, μαμαδίστικο φαγητό, πιάτο ημέρας, ποικιλία αλλαντικών, πιάτο ημέρας, ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιο, που αρέσει σε όλους, ντουζιέρα, ντουσιέρα, πιάτο ημέρας, φαγητό της ώρας, επίπεδη ράχη, πιατέλα, απόδοση pot, κύριο πιάτο, πιατέλα, ποικιλία, ένα πιάτο κτ, σοτέ, ζυγαριά, φούρνου, κοκότ, λεκάνη συλλογής, βιβλίο με επίπεδη ράχη, κύριο πιάτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης piatti

πιάτο

sostantivo maschile (da tavola)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha messo quattro piatti in tavola.
Έβαλε τέσσερα πιάτα στο τραπέζι.

πιάτο

sostantivo maschile (cibo cucinato, ricetta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hai preso il piatto di pollo?
Διάλεξες το πιάτο με το κοτόπουλο για κύριο γεύμα;

επίπεδος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha fatto una dieta per recuperare il suo ventre piatto.

βαλβίδα

sostantivo maschile (baseball, casa base)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il runner è scivolato sul piatto per fare punto.

επίπεδος, ισόπεδος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il pavimento era abbastanza piatto da poterci mettere una sedia.
Το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο (or: ισόπεδο) για να τοποθετηθεί μια καρέκλα.

μονότονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il discorso dell'oratore è stato piatto e noioso.

άγευστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci aspettavamo un buon gusto, ma era invece un po' scialbo.

παράφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aveva una voce stonata e cantava orribilmente.

με επίπεδη κορυφή

(con la sommità piatta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάτο

sostantivo maschile (stoviglia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che tipo di piatto preferisci per servire la pasta?

πικάπ

sostantivo maschile (del giradischi) (άτυπο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Karl ha moltissimi vecchi dischi quindi gli ho comprato un piatto per il suo compleanno.

αρχική πλάκα, αρχική βάση

sostantivo maschile (sport: baseball) (μπέιζμπολ)

Il corridore che ha fatto il giro delle basi deve toccare il piatto con qualsiasi parte del corpo per segnare un punto.

ένα πιάτο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάβα

(poker) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La partita di poker aveva una posta molto alta.

επίπεδος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jill ha utilizzato una livella a bolla d'aria per assicurarsi di avere una superficie piatta.
Η Τζιλ χρησιμοποίησε αλφάδι για να βεβαιωθεί πως η επιφάνεια ήταν επίπεδη.

πιάτο

(cibo) (μενού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il secondo piatto di stasera è la bistecca.
Το δεύτερο πιάτο γι' απόψε είναι φιλέτο.

πιάτο

(cibo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sei pronto per il prossimo piatto?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο;

pool

sostantivo maschile (giochi con soldi)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rodney ha gettato i suoi soldi nel piatto.

πιάτο

(cibo) (γεύμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si può scegliere fra tre piatti di verdura.
Μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρία πιάτα λαχανικών.

ποτ, pot

sostantivo maschile (somma scommessa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Victoria ha vinto la partita e ha reclamato il piatto.

ένα πιάτο

sostantivo maschile (quantità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδιάφορος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo nuovo film poliziesco è un po' piatto.
Η νέα δραματική εγκληματική σειρά είναι κάπως αδιάφορη.

ήρεμος, ήσυχος

aggettivo (acqua)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo fatto rafting sull'acqua calma del fiume Colorado.

ράχη

sostantivo maschile (di lingua) (γλώσσα, στόμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Premi il dorso della lingua sul palato.

απαλός

(γεύση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Senza sale, il gusto della minestra era così sciapo che era quasi insapore.

επίπεδος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La superficie dello scaffale aveva qualche bozzo, quindi non era completamente piana.
Η επιφάνεια του ραφιού είχε μερικά εξογκώματα, άρα δεν ήταν εντελώς επίπεδη.

πεζός, βαρετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στερούμενος ενθουσιασμού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άχρωμος, ανέκφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρετός, αδιάφορος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli Smith di solito danno feste eccitanti ma questa in particolare era piuttosto monotona.
Οι Σμίθς κανονικά έκαναν ωραία πάρτι, αλλά αυτό το συγκεκριμένο πάρτι ήταν κάπως ξενέρωτο.

ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Linda rimase impassibile nonostante le domande difficili che le venivano poste.

επίπεδος

(ομαλός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo pavimento non è molto livellato.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.

τραπέζι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cuoco ha preparato un pasto delizioso.

flat

locuzione aggettivale (tennis: colpo)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un topspin rimbalzerà molto più in alto rispetto a un colpo di piatto.

φλατ

sostantivo maschile (tennis) (σερβίς στο τέννις)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαούνα, φορτηγίδα

(πλοίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέρα

(piatto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπεσιαλιτέ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Gli spaghetti alla bolognese sono la specialità di Karen.

αποκορύφωμα

(η πιο σημαντική στιγμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il culmine della gita è stato la visita alla Torre Eiffel.
Το αποκορύφωμα του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ.

λιχουδιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo una sorpresa per i bambini dopo cena.
Έχουμε μια λιχουδιά για τα παιδιά μετά το βραδινό.

επίπεδη βάρκα

aggettivo (imbarcazioni)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alcune barche a fondo piatto hanno un inserto in vetro sul fondo che permette di ammirare la vita sottomarina.

πλάκα

locuzione aggettivale (καθομ: επίπεδος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

υφαντός

(σε αργαλειό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς κόπο

locuzione avverbiale

ορεκτικό

(πιάτο πριν από το κύριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιατέλα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mia nonna possiede di vassoi da collezione e altri piatti degli anni '30.

πλατύψαρο

sostantivo maschile (categoria di pesci)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιατέλα με τυριά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλατυποδία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίτα

sostantivo maschile (ψημένη σε κατσαρόλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλατυποδία

sostantivo maschile (medicina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποικιλία τυριών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al posto del secondo prese un piatto di formaggi misti.

πιάτο φαγητού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'insalata si serve su un piatto da insalata e la pietanza principale su un piatto da portata.

τηλεόραση με επίπεδη οθόνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un televisore a schermo piatto si può appendere al muro come un quadro.

επίπεδη οθόνη

(televisore)

Ho appena comprato un televisore a schermo piatto da mettere in salotto.
Η νέα επίπεδη οθόνη μου αφήνει περισσότερο χώρο για το πληκτρολόγιο. Πρόσφατα αγόρασα μια καινούρια επίπεδη οθόνη για το καθιστικό.

κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο

sostantivo maschile (del pasto)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Come piatto principale mi piace scegliere qualcosa che normalmente non cucino a casa. Dopo gli antipasti serviremo il piatto principale e, a seguire, il dessert.
Ως κύριο πιάτο μου αρέσει να διαλέγω κάτι που δεν θα μαγείρευα συνήθως στο σπίτι. Μετά τα ορεκτικά θα σερβίρουμε το κυρίως πιάτο κι έπειτα το επιδόρπιο.

κύριο πιάτο

sostantivo maschile (del pasto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il menù fisso prevedeva un'insalata come antipasto, un piatto principale a base di stufato di agnello, e gelato o formaggio come dessert.

πιάτο με βοδινό

(μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il filetto alla Stroganoff è il mio piatto di carne preferito.
Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.

τσοπ σούι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαμαδίστικο φαγητό

(cucina) (καθομιλουμένη: πιο γενικά)

Il piatto tradizionale del ristorante era come quello che cucina la mamma a casa.

πιάτο ημέρας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il nostro piatto del giorno è pollo masala con riso pilaf.

ποικιλία αλλαντικών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιάτο ημέρας

sostantivo maschile (σε εστιατόριο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il piatto del giorno da Williamson è anatra arrosto con verdure a scelta.

ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιο

που αρέσει σε όλους

(μουσική, ποτό κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντουζιέρα, ντουσιέρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιάτο ημέρας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φαγητό της ώρας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίπεδη ράχη

sostantivo maschile (di libro) (βιβλίο)

πιατέλα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδοση pot

(poker) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κύριο πιάτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιατέλα, ποικιλία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary ha servito un bellissimo piatto di pietanze assortite con carni e formaggi.

ένα πιάτο κτ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σοτέ

sostantivo maschile (cucina) (πιάτο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Preparare un piatto saltato in padella è un buon modo per usare verdure fresche.

ζυγαριά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gioielliere ha messo l'oro sul piatto della bilancia.

φούρνου

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

κοκότ

(σκεύος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

λεκάνη συλλογής

(per rifiuto liquido) (για σταγόνες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιβλίο με επίπεδη ράχη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κύριο πιάτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piatti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.