Τι σημαίνει το costretto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης costretto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του costretto στο Ιταλικό.

Η λέξη costretto στο Ιταλικό σημαίνει βεβιασμένος, αναγκαστικός, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω, κρατάω κπ δεμένο, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, σπρώχνω, φιλοτιμώ, αναγκάζω, υποχρεώνω, πιέζω, που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες, κλινήρης, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, υποχρεωμένος, είμαι αναγκασμένος να κάνω κτ, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, υποχρεούμαι να κάνω κτ, πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση, αναγκασμένος να κάνω κτ, καταλήγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης costretto

βεβιασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il prigioniero ha fatto una confessione forzata ma non stava in piedi in tribunale.
Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο.

αναγκαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I candidati si salutarono in modo forzato.

αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La minaccia del licenziamento costrinse (or: obbligò) Tricia a raccontare ciò che aveva realmente visto.

αναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ti ha obbligato a portare questo pacco?

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (a furia di insistere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A furia di insistere, costrinsero Louis a organizzare la festa dei bambini.

αναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ci vado! Non puoi costringermi!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κρατάω κπ δεμένο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua compatta rete di amici e colleghi obbliga Tom a restare all'università.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacerebbe molto lavorare all'estero, ma le mie responsabilità familiari mi costringono a restare in questo paese.

εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sento ingabbiato da tutte queste regole.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φιλοτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il predicatore ha indotto la congregazione ad agire.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth non voleva mangiare nulla, ma i suoi genitori la costrinsero.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες

(contro la propria volontà)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La ragazza disse di essere stata drogata alla festa.

κλινήρης

aggettivo (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mia madre è costretta a letto da una grave artrite.

κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι

aggettivo (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fanny fu costretta in casa per mesi quando si ammalò.

υποχρεωμένος

verbo intransitivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

είμαι αναγκασμένος να κάνω κτ, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, υποχρεούμαι να κάνω κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (specifico: velivolo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγκασμένος να κάνω κτ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ann si sentiva obbligata ad andare alla festa anche se non ne aveva voglia.

καταλήγω

(ultima opzione) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill fu costretto a mangiare tonno dopo essere rimasto senza altro cibo.
Ο Μπιλ κατέληξε να φάει τόνο, αφού ξέμεινε από άλλα τρόφιμα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του costretto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.