Τι σημαίνει το isolante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης isolante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του isolante στο Ιταλικό.

Η λέξη isolante στο Ιταλικό σημαίνει μονωτικό υλικό, μόνωση, μονωτικός, ηχομονωτικός, μονωτικός, μόνωση, μη αγωγός, μονωτικός, θερμομονωτικός, μονωτήρας, πνιγμένος, μονωτικό υλικό, στεγανωτικό υλικό, μονώνω, θερμομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω, απόζευξη, επιλέγω, διαλέγω, βάζω σε απομόνωση, μονώνω, απομονώνω, απομονώνω, μονώνω, μονώνω, ηχομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, αποκλείω, διαχωρίζω, απομονώνω, στεγανοποιώ, προστατεύω από ρεύματα αέρος, θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση, κόβω, γειώνω, ακυρώνω, εγκαταλείπω, προστατεύω, κλείνω, δακτύλιος, μονωτική ταινία, θερμομονωτικό υλικό, ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης isolante

μονωτικό υλικό

sostantivo maschile

L'isolante del cappotto di Larry non era sufficiente a tenere fuori il freddo.

μόνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι εργάτες έριξαν με σπρέυ τη μόνωση πάνω στο πάτωμα της σοφίτας.

μονωτικός, ηχομονωτικός

(suono)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si può bloccare il suono applicando uno strato isolante alle pareti.

μονωτικός

aggettivo (elettricità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόνωση

sostantivo maschile (specifico: calore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη αγωγός

sostantivo maschile (elettricità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονωτικός, θερμομονωτικός

(calore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I piumini sono isolanti.

μονωτήρας

sostantivo maschile (generico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πνιγμένος

aggettivo (για ήχο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μονωτικό υλικό, στεγανωτικό υλικό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli escursionisti hanno usato un isolante sugli scarponi per renderli impermeabili.

μονώνω, θερμομονώνω

(isolamento termico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isolate le pareti della vostra abitazione con fibra di vetro o schiume isolanti.
Μονώστε (or: θερμομονώστε) τους τοίχους του σπιτιού σας με φάιμπεργκλας ή αφρό.

απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il luogo dell'incidente automobilistico è stato isolato dalla polizia.
Ο τόπος του τροχαίου ατυχήματος είχε αποκλειστεί από την αστυνομία.

απόζευξη

(elettricità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιλέγω, διαλέγω

(scegliere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω σε απομόνωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il doganiere ha isolato il viaggiatore mettendolo in quarantena per due giorni perché si temeva che fosse infetto.
Ο υπάλληλος του τελωνείου έβαλε τον ταξιδιώτη σε απομόνωση για δυο μέρες από φόβο πως ήταν μολυσμένος.

μονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (isolamento termico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi isolare il tuo materasso con un cuscinetto di lana.

απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il medico ha isolato il ceppo di vaiolo che causava l'epidemia.
Ο γιατρός απομόνωσε το στέλεχος της ευλογιάς που προκαλούσε την επιδημία.

απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'elettricista ha dovuto assicurarsi di isolare bene i circuiti per evitare un cortocircuito.

μονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti isolare i tubi della tua soffitta in modo che non gelino e si rompano.

μονώνω, ηχομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo insonorizzato lo studio per evitare disturbi sonori.
Μονώσαμε (or: ηχομονώσαμε) το στούντιο για να αποφύγουμε την ηχορύπανση.

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul si è trasferito nel Montana perché voleva isolarsi dalla società. Lavorare da casa ha allontanato Serena dalla società.
Ο Πωλ μετακόμισε στη Μοντάνα γιατί ήθελε να απομονωθεί από την κοινωνία. Η εργασία από το σπίτι απομόνωσε τη Σερίνα από την κοινωνία.

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura si dava da fare per isolare i fatti da tutte le storie insensate per poter scrivere la sua storia.
Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της.

αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha delimitato l'area intorno al luogo dell'incidente mentre gli investigatori ne indagavano le cause.
Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή γύρω από το σημείο του ατυχήματος, την ώρα που αξιωματούχοι της προσπαθούσαν να διαλευκάνουν τα αίτια του συμβάντος.

διαχωρίζω, απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dei ricercatori hanno isolato l'enzima in alcune rane.
Ερευνητές απομόνωσαν το ένζυμο στα βατράχια.

στεγανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προστατεύω από ρεύματα αέρος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da quando abbiamo isolato porte e finestre, la mia bolletta del riscaldamento è scesa del 10%.

θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre eravamo su internet ci hanno isolato (or:siamo rimasti isolati).
Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση.

γειώνω, ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (persone non gradite) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sorriso a Rita e l'ho salutata, ma lei mi ha ignorato. Forse non mi ha riconosciuto.

εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver perso i soldi, fu abbandonato dagli amici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα.

προστατεύω

(dall'acqua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Impermeabilizzerò gli stivali di pelle con uno spray di silicone.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I nuovi proprietari di casa hanno murato il vecchio camino.

δακτύλιος

sostantivo maschile (elettricità)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μονωτική ταινία

sostantivo maschile

θερμομονωτικό υλικό

sostantivo maschile

ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχους

sostantivo femminile (per porte, finestre, ecc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του isolante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.