Τι σημαίνει το intenzione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης intenzione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intenzione στο Ιταλικό.
Η λέξη intenzione στο Ιταλικό σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, επιθυμία, πρόθεση, πρόθεση, έχω την πρόθεση, θα, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ, συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος, με πρόθεση να, με σκοπό να, σκοπεύω, σκέφτομαι να κάνω κτ, δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ, έχω βάλει στόχο να κάνω κτ, αποφασίζω, ενδιαφέρομαι, θέλω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, θέλω, σκοπεύω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, σχεδιάζω, σκοπεύω, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης intenzione
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (medicina) Il taglio è guarito velocemente alla prima intenzione. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η πρόθεση του Κάμερον ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το πανεπιστήμιο, αλλά αντ' αυτού έμεινε και βρήκε δουλειά. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non ho alcuna intenzione di cambiare lavoro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua intenzione era di aiutare. Η πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Partì con l'intenzione di tornare a breve. |
επιθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non aveva nessun desiderio di visitare il Messico. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είχε μεγάλη κάψα για χορό. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah mostrò la propria disponibilità ad andarsene subito. Η Σάρα έδειξε την πρόθεσή της να φύγει αμέσως. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intento non conta molto quando il risultato è disastroso. Η πρόθεση δεν έχει και μεγάλη σημασία όταν το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. |
έχω την πρόθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non voleva far esplodere il serbatoio di gas quando ha acceso la sigaretta. Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της. |
θαverbo intransitivo (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις; |
για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho lavorato duramente nella prospettiva di iscrivermi in una buona università. |
στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Indossò i suoi abiti migliori nella speranza di farsi notare da lui. |
συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχοςsostantivo femminile Tutte le lezioni che pianifichi di tenere devono avere un'intenzione ben precisa. Ci incontreremo oggi senza un'intenzione ben precisa: vedremo che cosa accadrà. |
με πρόθεση να, με σκοπό να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho intenzione di smettere di fumare a partire da domani. Σκοπεύω να σταματήσω το κάπνισμα από αύριο. |
σκέφτομαι να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sto pensando di raccontare ai tuoi genitori quello che hai fatto. |
δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω βάλει στόχο να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφασίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono intenzionati a votare la sua decadenza dalla carica. Τη νέα χρονιά αποφασίζω ότι θα χάσω 5 κιλά. |
ενδιαφέρομαι(να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono interessato ad aprire un'attività in proprio. Ενδιαφέρομαι να ξεκινήσω δική μου επιχείρηση. |
θέλω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scusa, non volevo farti male. Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non prevedo di comprare un'enciclopedia in questo momento. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
θέλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti ho calpestato il piede? Non avevo intenzione di farlo. Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση). |
σκοπεύω(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai davvero intenzione di attraversare la Manica a nuoto senza particolare preparazione? Παργματικά σκοπεύεις να διασχίσεις κολυμπώντας τη Μάγχη χωρίς επιπλέον προετοιμασία; |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continuo a fare questo lavoro, ma ho l'intenzione di tornare all'università. |
σχεδιάζω, σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου. |
είμαι αποφασισμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Intendo vincere quella gara, anche se dovessi morire! Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει! |
σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony ha intenzione di finire il suo drink in un sorso. Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intenzione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του intenzione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.