Τι σημαίνει το indipendente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης indipendente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indipendente στο Ιταλικό.
Η λέξη indipendente στο Ιταλικό σημαίνει ανεξάρτητος, ανεξαρτητοποιούμαι από κτ, ανεξάρτητος από κτ, ανεξάρτητος, που δεν προέρχεται από εργασία, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, που στέκεται χωρίς στήριγμα, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ακομμάτιστος, ως ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, μονοκατοικία, χωριστός, ξεχωριστός, αυτόνομος, αυτοτελής, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, ελεύθερος, άσχετος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται, ελεύθερο πουλί, αυτάρκης, αυτοδύναμος, ασυσχέτιστος, αμερόληπτος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, αδέσμευτος, που δεν εξαρτάται από κπ/κτ, που δεν εξαρτάται από κπ, μη κυρίαρχος, αυτόνομα, ανεξάρτητα, μόνος μου, ελεύθερο πουλί, κύρια πρόταση, συνοικιακό κατάστημα, ανεξάρτητος ερευνητής, ανεξάρτητος μελετητής, κύριος του εαυτού μου, σόλο καριέρα, ανεξάρτητη μεταβλητή, απελευθερώνομαι, μη ανεξάρτητος, ανεξάρτητα, χωριστά, χώρια, ανεξάρτητη επιχείρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης indipendente
ανεξάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate è molto indipendente e sa che cosa vuole. Η Κέιτ είναι πολύ ανεξάρτητη και ξέρει τι θέλει. |
ανεξαρτητοποιούμαι από κτaggettivo Panama è diventata indipendente dalla Colombia agli inizi del ventesimo secolo. Ο Παναμάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κολομβία στις αρχές του 20ου αιώνα. |
ανεξάρτητος από κτ
L'ultima iniziativa imprenditoriale di Tom è indipendente dalla altra sua azienda. Η τελευταία δραστηριότητα του Τομ είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δουλειές του. |
ανεξάρτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La variabile indipendente è l'input che controlla il valore della dipendente variabile. |
που δεν προέρχεται από εργασία(εισόδημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεξάρτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un sistema autonomo che continua a funzionare anche se tutto il resto si guasta. Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο σύστημα και θα συνεχίσει να δουλεύει αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν. |
ανεξάρτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben ha iniziato a lavorare per rendersi indipendente poiché si sentiva di peso ai suoi genitori. Ο Μπεν έπιασε δουλειά για να γίνει πιο ανεξάρτητος γιατί ένιωθε πως ήταν βάρος στους γονείς του. |
που στέκεται χωρίς στήριγμαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non viviamo in una bifamiliare o in un appartamento: la nostra casa è indipendente. |
ανεξάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεξάρτητος, αυτόνομος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακομμάτιστοςaggettivo (politicamente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ως ελεύθερος επαγγελματίαςaggettivo invariabile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'insegnante faceva delle lezioni serali indipendenti per guadagnare qualche soldo extra. Ο καθηγητής τα βράδια παρέδιδε μαθήματα ως ελεύθερος επαγγελματίας για να βγάλει περισσότερα χρήματα. |
ανεξάρτητοςaggettivo (azienda, società, ecc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I film indipendenti sono migliori di quelli di Hollywood. |
ανεξάρτητοςsostantivo maschile (politica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μονοκατοικίαaggettivo (casa) (ανεξάρτητη κατοικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra è una casa indipendente, quindi non dobbiamo preoccuparci di tenere basso il volume della TV per non disturbare i vicini. Το σπίτι μας είναι μονοκατοικία οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως ενοχλούμε τους γείτονες αν είναι κάπως δυνατά η τηλεόραση. |
χωριστός, ξεχωριστός(separato, privato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni appartamento ha il suo balcone indipendente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη βγάζετε συμπεράσματα από μεμονωμένα περιστατικά. |
αυτόνομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tutte le nostre sistemazioni sono del tutto indipendenti. |
αυτοτελήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεξάρτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'antica colonia è diventata indipendente lo scorso anno. |
ανεξάρτητος, αυτόνομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni reparto dell'azienda è completamente indipendente. Non hanno in comune neanche un team legale. |
ανεξάρτητος, ελεύθερος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mike faceva il giornalista freelance. Ο Μάικ εργαζόταν ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος. |
άσχετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La notte scorsa si sono verificati due furti in questa via, ma si pensa che non siano collegati tra loro. |
αυτόνομος, ανεξάρτητοςaggettivo (governo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Monaco è uno stato autonomo sotto la protezione della Francia. |
που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελεύθερο πουλίaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alla fine di quest'anno scolastico sarò libero. |
αυτάρκης, αυτοδύναμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυσχέτιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμερόληπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è bisogno che un osservatore neutrale giudichi la questione. Χρειαζόμαστε έναν αμερόληπτο παρατηρητή για να κρίνει το θέμα. |
αυτόνομος, ανεξάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli adolescenti possono anche desiderare ardentemente di essere indipendenti, ma hanno bisogno dell'amore e del sostegno continuati dei loro genitori. |
αδέσμευτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La compagnia ha assunto cinque lavoratori autonomi. |
αδέσμευτοςaggettivo (politica) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
που δεν εξαρτάται από κπ/κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non vedo l'ora di trovarmi un alloggio da solo così da poter diventare indipendente dai miei genitori. Ανυπομονώ να βρω δικό μου σπίτι ώστε να είμαι ανεξάρτητος από τους γονείς μου. |
που δεν εξαρτάται από κπaggettivo (economicamente) (οικονομικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel diciannovesimo secolo era insolito trovare una donna che fosse indipendente dal marito. Τον 19ο αιώνα ήταν σπάνιο για μια γυναίκα να μην εξαρτάται από τον σύζυγό της. |
μη κυρίαρχος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αυτόνομα, ανεξάρτηταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μόνος μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθερο πουλίsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κύρια πρότασηsostantivo femminile (γραμματική) |
συνοικιακό κατάστημαsostantivo maschile (μτφ: όχι μέλος αλυσίδας) Anche se i prezzi tendono a essere più alti, preferisco fare acquisti da rivenditori indipendenti perché il servizio è migliore. |
ανεξάρτητος ερευνητής, ανεξάρτητος μελετητήςsostantivo maschile |
κύριος του εαυτού μουsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σόλο καριέραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανεξάρτητη μεταβλητήsostantivo femminile |
απελευθερώνομαιverbo intransitivo (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha iniziato a essere indipendente una volta che è uscita di casa. |
μη ανεξάρτητοςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεξάρτητα, χωριστά, χώριαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I due laboratori hanno annunciato i loro risultati indipendentemente. Τα δύο εργαστήρια ανακοίνωσαν ανεξάρτητα τα αποτελέσματά τους. |
ανεξάρτητη επιχείρηση
Mi piace lavorare nel negozietto perché è un'azienda indipendente. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indipendente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του indipendente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.