Τι σημαίνει το hat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hat στο Αγγλικά.

Η λέξη hat στο Αγγλικά σημαίνει καπέλο, ρόλος, για ψύλλου πήδημα, κακός, χάκερ, είμαι ο κακός, black hat hacker, black-hat hacker, σκούφος με φούντα, καπέλο του σεφ, καουμπόικο καπέλο, μυτερό καπέλο σε σχήμα κώνου που το φορούσαν ως τιμωρία στους κακούς μαθητές, προστατευτικό κράνος, οικοδόμος, χτίστης, κράνος, αυτός που φοράει προστατευτικό κράνος, υπερπατριώτης, πατικωμένα μαλλιά, γονατιστός, ράφι για καπέλα, καλόγερος, χατ τρικ, χατ τρικ, κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο, hi-hat ντραμς, ψηλομύτης, υπεροπτικός, φέρομαι υπεροπτικά σε κπ, παλιομοδίτικος, ψάθινο καπέλο, βγάζω το δίσκο, μυτερό καπέλο, καπέλο για σαφάρι, κλάκ, ψηλό βραδινό καπέλο, πλατύγυρη ρεπούμπλικα, ψάθινο καπέλο, πλατύγυρο καπέλο, σκουφάκι, βγάζω το καπέλο μου, βγάζω το καπέλο σε κπ, καουμπόικο καπέλο, χαιρετώ κπ βγάζοντας το καπέλο, ψηλό καπέλο, χάκερ με ηθική, σκούφος, καπέλο μάγισσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hat

καπέλο

noun (head covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She wore a stylish hat on her head.
Φορούσε ένα κομψό καπέλο στο κεφάλι.

ρόλος

noun (figurative (role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have to wear many different hats at my new job.

για ψύλλου πήδημα

adverb (at the least provocation or invitation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That girl is so emotional, she'll start crying at the drop of a hat.

κακός

noun (US, informal (bad guy)

χάκερ

noun (slang (computing: hacker)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είμαι ο κακός

verbal expression (US, informal, figurative (be the bad guy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

black hat hacker, black-hat hacker

noun (figurative, slang (computing) (κατηγορία χάκερ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
A black hat hacker visited me last week.

σκούφος με φούντα

noun (knitted hat with a pompom)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καπέλο του σεφ

noun (white starched hat worn by a chef)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καουμπόικο καπέλο

noun (US cattle herder's headwear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bill sat proudly on his horse, with boots on his feet and a cowboy hat on his head.
Ο Μπιλ κάθισε πάνω στο άλογό του περήφανα, με τις μπότες στα πόδια του και ένα καουμπόικο καπέλο στο κεφάλι του.

μυτερό καπέλο σε σχήμα κώνου που το φορούσαν ως τιμωρία στους κακούς μαθητές

noun (historical (pointed hat worn as punishment)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προστατευτικό κράνος

noun (protective helmet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Visitors to this building site are required to wear a hard hat at all times.

οικοδόμος, χτίστης

noun (US (construction worker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a group of hard hats hanging out at the bar tonight.

κράνος

noun (protective helmet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που φοράει προστατευτικό κράνος

noun (US, informal ([sb] who wears a hardhat, esp construction worker)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπερπατριώτης

noun (US, slang, figurative (very conservative or patriotic person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πατικωμένα μαλλιά

noun (informal (hairstyle flattened by wearing a hat) (καθομιλουμένη)

I get really bad hat hair when I take off my helmet.

γονατιστός

adverb (figurative (begging) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The budget defecits mean we must go hat in hand to borrow billions from countries like China.
Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα.

ράφι για καπέλα

noun (structure to hang hats on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He hung his hat on the hat rack.

καλόγερος

noun (structure to hang coats or hats on) (πιο γενικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He took off his hat and coat and hung them on the hat stand by the door.

χατ τρικ

noun (figurative (sport: scoring three goals)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He made it a hat trick by scoring his third goal just before the final whistle.

χατ τρικ

noun (figurative (three successes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I just need one more to get a hat trick.

κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο

noun (magic: pulling [sth] from a hat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The magician's hat trick drew wild applause from the audience.

hi-hat ντραμς

noun (music: set of two cymbals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηλομύτης

noun (US informal (snobbish person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεροπτικός

adjective (US informal (snobbish, disdainful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φέρομαι υπεροπτικά σε κπ

transitive verb (US informal (treat someone snobbishly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλιομοδίτικος

adjective (figurative, informal (old-fashioned, out of date)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψάθινο καπέλο

noun (man's brimmed summer hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Panama hats are similar to fedoras in shape.

βγάζω το δίσκο

verbal expression (ask for contributions of money) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the buskers had stopped playing, they passed the hat round.

μυτερό καπέλο

noun (tall headwear with pointy tip)

She dressed as a witch for Halloween, in a black dress and pointed hat.

καπέλο για σαφάρι

noun (brimmed hat worn on wildlife tours) (τύπος καπέλου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A safari hat helps to prevent sunburn in hot, sunny places.

κλάκ, ψηλό βραδινό καπέλο

noun (men's formal hat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλατύγυρη ρεπούμπλικα

noun (wide-brimmed felt hat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάθινο καπέλο

noun (hat woven from dried stalks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was wearing a straw hat to protect her head from the glare of the sun.

πλατύγυρο καπέλο

noun (hat worn in sunshine)

σκουφάκι

noun (swimmer's waterproof hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω το καπέλο μου

verbal expression (remove headgear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω το καπέλο σε κπ

verbal expression (figurative, informal (respect, congratulate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I take my hat off to the inventor of this amazing tool.

καουμπόικο καπέλο

noun (large cowboy hat)

χαιρετώ κπ βγάζοντας το καπέλο

verbal expression (lift your hat to acknowledge [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The gentleman tipped his hat to the lady.

ψηλό καπέλο

noun (man's tall formal headgear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The costume includes a black felt top hat, an elegant cane, and white gloves.

χάκερ με ηθική

noun (figurative, slang (ethical computer hacker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σκούφος

noun (woollen hat worn in cold weather)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καπέλο μάγισσας

noun (tall pointed black hat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.