Τι σημαίνει το happy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης happy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του happy στο Αγγλικά.

Η λέξη happy στο Αγγλικά σημαίνει ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, χαρούμενος για κτ, ικανοποιημένος με κτ, ευχαριστημένος με κτ, μετά χαράς να κάνω κτ, ευτυχής, ξετρελαμένος, τέλος καλό όλα καλά, Ευτυχισμένη επέτειο!, Χρόνια πολλά!, χαρούμενος, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένες εποχές, καλές εποχές, καλό Πάσχα, ευτυχής κατάληξη, Pomatostomus temporalis, Struthidea cinerea, -, οι λίγοι τυχεροί, οι λίγοι προνομιούχοι, Ευτυχισμένο Χαλοουίν!, καλές διακοπές, happy hour, Καλή Τετάρτη!, Χρόνια πολλά!, χρυσή τομή, καλή χρονιά, Καλή Χρονιά!, Καλή Χρονιά!, χαρούμενο άτομο, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψη, λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιά, Χρόνια πολλά!, αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, ευχαριστώ, ικανοποιώ, που ενοχλήθηκε, πολύ, ζαβλακωμένος, αποβλακωμένος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, έτοιμος να τραβήξει όπλο, βιαστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης happy

ευτυχισμένος

adjective (full of joy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was happy last spring when we were dating.
Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε.

χαρούμενος

adjective (fulfilled, content)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mara is a happy person and smiles often.
Η Μάρα είναι χαρούμενο άτομο και χαμογελά συχνά.

χαρούμενος

adjective (pleased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm happy you came.
Χαίρομαι που ήρθες.

χαρούμενος για κτ

(pleased about)

I have so many things in my life to be happy about.

ικανοποιημένος με κτ

(satisfied)

I'm happy with your work so far.

ευχαριστημένος με κτ

(content with)

Emily was far from happy about the changes at work.

μετά χαράς να κάνω κτ

expression (willing to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you're hungry, I'm happy to fix you a snack.
Αν πεινάς, χαρά μου να σου φτιάξω κάτι να τσιμπήσεις.

ευτυχής

adjective (dated (fortunate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Happy is the man who wants for nothing.

ξετρελαμένος

suffix (informal, figurative (obsessed with) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's snap-happy with that new camera of his, photographing everything that moves!

τέλος καλό όλα καλά

adverb (happy outcome)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lost cat was found in the attic and the family lived happily ever after.

Ευτυχισμένη επέτειο!

interjection (said to [sb] on an anniversary)

Χρόνια πολλά!

interjection (greeting on birth date)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Happy Birthday Scott! I'm looking forward to your party on Friday.

χαρούμενος

(cheerful person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά Χριστούγεννα

interjection (Christmas well-wishes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευτυχισμένες εποχές, καλές εποχές

plural noun (period for which nostalgia is felt)

καλό Πάσχα

interjection (seasonal greeting)

ευτυχής κατάληξη

noun (story: positive outcome)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My mom only likes movies with happy endings. There are no happy endings when it comes to war.
Στη μαμά μου αρέσουν οι ταινίες με ευτυχή κατάληξη. Δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη όταν μιλάμε για πόλεμο.

Pomatostomus temporalis

noun (AU (bird native to Australia) (επίσημο: πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Struthidea cinerea

noun (UK (crowlike bird) (επίσημο: πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

-

plural noun (figurative, informal (urge to dance) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This music's giving me happy feet!
Αυτή η μουσική με ξεσηκώνει και θέλω να χορέψω!

οι λίγοι τυχεροί, οι λίγοι προνομιούχοι

plural noun (figurative (small number of fortunate people)

Ευτυχισμένο Χαλοουίν!

interjection (31st October greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλές διακοπές

plural noun (well-wishes for holiday season)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't know a person's religion, the safest bet is simply to wish them "Happy Holidays".

happy hour

noun (bar: discount time)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
All cocktails are $5 during happy hour.

Καλή Τετάρτη!

interjection (slang (Wednesday greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χρόνια πολλά!

interjection (US (4th July greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρυσή τομή

noun (compromise) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vicky is trying to strike a happy medium between her work commitments and family life.

καλή χρονιά

noun (1st January well-wishes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They all clinked glasses and wished each other a happy New Year.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

Καλή Χρονιά!

interjection (1st January greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Happy New Year!" they all shouted drunkenly.

Καλή Χρονιά!

interjection (greeting: start of lunar year)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαρούμενο άτομο

noun (informal (cheerful person)

Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών

interjection (US (well-wishes for Thanksgiving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Happy Thanksgiving! Don't eat too much turkey!
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα!

ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψη

noun (pleasant thing to think of)

λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιά

noun (slang (line of hair on lower abdomen)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Χρόνια πολλά!

interjection (February 14th greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστος

adjective (informal (cheerfully unworried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janice has always been a happy-go-lucky child.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (I feel content or satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm happy to spend the holidays with my family this year.

ευχαριστώ, ικανοποιώ

transitive verb (please, satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I agreed to attend the wedding to make my mother happy, although I utterly detest her new husband.

που ενοχλήθηκε

adjective (UK, informal (displeased, annoyed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim wasn't a happy bunny when he found out Michelle had broken his laptop.

πολύ

adverb (especially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is only too keen to leave school.

ζαβλακωμένος, αποβλακωμένος

adjective (informal (dazed, punch-drunk) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανέμελος, ξέγνοιαστος

adjective (figurative, informal (carefree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος να τραβήξει όπλο

adjective (informal (quick to use firearm)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βιαστικός

adjective (figurative, informal (quick to do something)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του happy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του happy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.