Τι σημαίνει το each στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης each στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του each στο Αγγλικά.

Η λέξη each στο Αγγλικά σημαίνει κάθε, καθένας, ο καθένας, καυγαδίζω, τσακώνομαι, ανταλλάσσω βρισιές, αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο, αντιπαρατίθεμαι, κάθε, όλοι, καθένας, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, όποτε, κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα, για τον κάθενα, αλληλοσκοτώνομαι, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, τα έχω με κπ, περί ορέξεως..., συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης each

κάθε

adjective (every one of) (ένας, μία ξεχωριστά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Each cat has its own personality.
Καθεμιά γάτα έχει τη δική της προσωπικότητα.

καθένας

pronoun (each one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Each of them has his own car.
Καθένας τους έχει το δικό του αυτοκίνητο.

ο καθένας

adverb (of each, for each)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
These gourmet chocolates are $3 each.
Έκαστο από αυτά τα γκουρμέ σοκολατάκια κοστίζει 3 δολάρια.

καυγαδίζω, τσακώνομαι

adjective (figurative, informal (arguing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανταλλάσσω βρισιές

verbal expression (informal (exchange insults) (καθομιλουμένη)

Children love to call each other silly names like Poopy-Head.

αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο

verbal expression (meet face to face)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It would be wise for the estranged couple to avoid confronting each other while they are still so angry.

αντιπαρατίθεμαι

verbal expression (try to resolve dispute)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They'll have to confront each other if they want to put this disagreement behind them.

κάθε

adjective (all)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
You need to check each and every quotation for word-for-word accuracy.

όλοι

pronoun (all)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Each and every one filed in and sat down.

καθένας

pronoun (every individual one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Each one of them is different. Examine each one in turn.
Καθένας είναι διαφορετικός.

ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη

pronoun (one another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They always help each other out when things get rough.
Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

όποτε

adverb (on every occasion)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Each time she sang, people would cover their ears.
Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του.

κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα

adverb (on a weekly basis)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She goes to the supermarket each week to shop for groceries.

για τον κάθενα

adverb (for every)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The customer bought two items and paid for each separately.

αλληλοσκοτώνομαι

verbal expression (murder one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You had better call the police before those two kill each other.

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

verbal expression (informal, figurative (be ideally suited to each other) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a lovely couple; they're made for each other. Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.

τα έχω με κπ

verbal expression (informal (be dating) (έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περί ορέξεως...

expression (everyone has different preferences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own.

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

transitive verb and reflexive pronoun (have an agreement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We really understand one another; sometimes we don't even need to speak.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του each στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του each

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.