Τι σημαίνει το deep στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deep στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deep στο Αγγλικά.

Η λέξη deep στο Αγγλικά σημαίνει βαθύς, βαθύς, βαθιά, που έχει βάθος, στο βάθος, βαθύς, βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βυθισμένος, βαθύς, βαθιά, τα βάθη της θάλασσας, μέχρι τον αστράγαλο, Η ομορφιά είναι επιφανειακή., μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, βαθιά εισπνοή, εις βάθος έρευνα, κατά βάθος, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, καταψύκτης, καταψύχω, τηγανίζω, φριτέζα, βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος, σε βαθιά περισυλλογή, πολλά λεφτά, πολλά χρήματα, ωκεάνιος πυθμένας, του βυθού, απόρριψη, βαθύς ύπνος, εξωδιάστημα, παρακράτος, βαθιά νερά, βαθύ δίκτυο, σε βαθύ ταψί, <div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, ειλικρινής, τηγανισμένος σε πολύ λάδι, καλά κρυμμένος, βαθιά ριζωμένος, δύτης ανοιχτής θάλασσας, δύτρια ανοιχτής θάλασσας, καταδύσεις ανοικτής θάλασσας, ψάρεμα σε βαθιά νερά, εδραιωμένος, ριζωμένος, βαθουλωτός, απορρίπτω, βαθέα ύδατα, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ, ψάχνω βαθιά μέσα μου, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, βάζω το χέρι στην τσέπη, φιλάω κπ με γλώσσα, είμαι βαθιά ριζωμένος, είμαι βαθιά ριζωμένος, τα χάνω, σε μπελάδες, χωμένος βαθιά σε κτ, μέχρι τα γόνατα, μέχρι τα γόνατα, αφοσιωμένος, απορροφημένος, επιφανειακός, μέχρι τη μέση, μέχρι τη μέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deep

βαθύς

adjective (extending far down)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lake is very deep near the centre.
Η λίμνη είναι πολύ βαθιά προς στο κέντρο.

βαθύς

adjective (low in pitch) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A deep sound came out of the pipe organ.
Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα.

βαθιά

adjective (situated far down)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The submarine was deep under the surface of the water.
Το υποβρύχιο βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' την επιφάνεια του νερού.

που έχει βάθος

adjective (container, etc.: tall)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The box is twenty centimetres wide and thirty centimetres deep.
Το κουτί έχει είκοσι εκατοστά πλάτος και τριάντα εκατοστά βάθος.

στο βάθος

adjective (extending far inwards)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I have found him! He is deep in the crowd, near the centre.
Τον βρήκα! Είναι στο βάθος του πλήθους, κοντά στο κέντρο.

βαθύς

adjective (dark in color) (σκούρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shirt was deep blue in colour.
Το πουκάμισο είχε βαθύ μπλε χρώμα.

βαθύς

adjective (figurative (extreme) (μεταφορικά: ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was in a deep sleep and couldn't be woken.
Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς.

βαθυστόχαστος

adjective (figurative (profound, meaningful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I never realized what a deep thinker he is till I talked to him today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι βαθυστόχαστος από τη φύση του. Ο τρόπος που σκέφτεται αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς.

βαθύς

adjective (rich in emotion) (για συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He really expressed his deep emotions for me today.
Πραγματικά εξέφρασε τα βαθιά του συναισθήματα για μένα σήμερα.

βυθισμένος

adjective (figurative (absorbed) (μεταφορικά: σε σκέψεις)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She is deep in thought.

βαθύς

adjective (figurative (mysterious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a deep, dark mystery, which I am longing to solve.

βαθιά

adverb (deeply)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ants dig deep in the ground.

τα βάθη της θάλασσας

noun (sea)

The giant octopus came out of the deep and approached the submarine.

μέχρι τον αστράγαλο

adjective (buried up to the ankles)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suddenly, we were ankle-deep in mud. You can wade across the stream easily here; it's only ankle-deep.
Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο.

Η ομορφιά είναι επιφανειακή.

expression (physical beauty is superficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (figurative (facing a dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαθιά εισπνοή

noun (big inhalation)

I like to take deep breaths to help calm myself down.

εις βάθος έρευνα

noun (figurative, informal (in-depth examination)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατά βάθος

adverb (inwardly or intimately)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She looks happy but deep down she is very lonely.
Φαίνεται χαρούμενη, αλλά κατά βάθος αισθάνεται μεγάλη μοναξιά.

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

adverb (his conscience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deep down in his heart he knew what he had done was wrong.

καταψύκτης

noun (cold storage unit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She killed her husband and put his body in the deep freeze.

καταψύχω

transitive verb (keep in cold storage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you know you can deep-freeze a loaf of bread and it will keep for ages?

τηγανίζω

transitive verb (boil in fat, oil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A popular way to cook chicken is to deep fry it so that it has a crispy skin.

φριτέζα

noun (food-cooking machine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She dropped the balls of dough into the deep fryer to make donuts.

βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος

adjective (in extreme financial debt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was so deep in debt that the only solution appeared to be bankruptcy.

σε βαθιά περισυλλογή

expression (thinking intensely) (είμαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deep in thought, she didn't hear him call her name.

πολλά λεφτά, πολλά χρήματα

(wealth)

ωκεάνιος πυθμένας

noun (lowest ocean layer)

Plants cannot grow in the deep sea because there is no sunlight.

του βυθού

noun as adjective (relating to deeper parts of the sea)

απόρριψη

noun (US, informal (rejection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαθύς ύπνος

noun (most profound stage in sleep cycle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was in such a deep sleep that nothing could have woken her.

εξωδιάστημα

noun (region beyond solar system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spacecraft will explore deep space.

παρακράτος

noun (politics: conspiracy theory)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαθιά νερά

noun (water of great depth)

βαθύ δίκτυο

noun (unsearchable internet content)

σε βαθύ ταψί

adjective (food: baked in a deep dish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

noun (US (deep-pan pizza, thick-crust pizza)

Chicago is known for its delicious deep-dish pizzas.

ειλικρινής

adjective (condolences, sympathy: sincere)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τηγανισμένος σε πολύ λάδι

adjective (immersed in boiling fat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deep-fried food is delicious but rather unhealthy.

καλά κρυμμένος

adjective (plan: kept secret)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βαθιά ριζωμένος

adjective (figurative (firmly established) (μεταφορικά)

Deep-rooted corruption has plagued the city for years.

δύτης ανοιχτής θάλασσας, δύτρια ανοιχτής θάλασσας

noun ([sb] who scuba dives at great depths)

Deep-sea divers are trying to repair the leaking oil-pipe.

καταδύσεις ανοικτής θάλασσας

noun (scuba diving at great depths)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Deep-sea diving opens a whole new universe to scientists, engineers and archaeologists.

ψάρεμα σε βαθιά νερά

noun (fishing in deep ocean waters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εδραιωμένος, ριζωμένος

adjective (figurative (emotion: firmly implanted) (για συναισθήματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Children have a deep-seated need to be loved.

βαθουλωτός

adjective (eyes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward looked at Gillian with his deep-set eyes.

απορρίπτω

transitive verb (US, informal (get rid of, destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The President deep-sixed the proposal.

βαθέα ύδατα

noun (area of ocean)

βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη

(figurative, informal (find sufficient money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The couple had to dig deep to pay their son's medical bills.
Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

(figurative (summon inner resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have to dig deep if you want to find the courage to get through this ordeal.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ

(figurative (summon strength)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The runner had to dig deep to maintain his lead.

ψάχνω βαθιά μέσα μου

(figurative (search within) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What do you really want from life? Dig deep and you'll find the answer.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

verbal expression (figurative (summon inner resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dig deep within yourself and you'll find you can overcome any fear.

βάζω το χέρι στην τσέπη

verbal expression (figurative (donate money) (μεταφορικά)

Please dig deep into your pockets - it's for a worthy cause!

φιλάω κπ με γλώσσα

transitive verb (slang (kiss using tongue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι βαθιά ριζωμένος

(figurative (problem: serious, hard to fix) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι βαθιά ριζωμένος

(figurative (belief: strongly held) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα χάνω

verbal expression (figurative (do [sth] extreme) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

σε μπελάδες

expression (figurative, informal (in trouble)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωμένος βαθιά σε κτ

adjective (figurative (involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τα γόνατα

adjective (as high as the knees)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The water in the pool was knee-deep.

μέχρι τα γόνατα

adjective (submerged to the knees)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The next time I looked, my daughter was knee-deep in mud.

αφοσιωμένος, απορροφημένος

adjective (figurative (involved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιφανειακός

adjective (figurative (superficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέχρι τη μέση

adjective (liquid: up to waist) (για υγρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τη μέση

adverb (submerged up to waist) (βυθισμένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deep στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deep

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.