Τι σημαίνει το giusta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης giusta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giusta στο Ιταλικό.

Η λέξη giusta στο Ιταλικό σημαίνει δίκαιος, σωστός, σωστός, σωστός, σωστός, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, ακριβής, κατάλληλος, σωστός, σωστό, ακριβώς, αμέσως, δίκαιος, σωστός, σωστός, ορθός, δίκαιος, κατάλληλος, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σωστός, ακριβής, κατάλληλος, ακριβώς, σωστά, έτσι, αξιέπαινος, σωστός, τέλειος, καθαρός, ξεκάθαρος, σωστά, σχετικά ακριβής, αρκετά καλός, σωστός, δίκαιος, δίκαιος, θεμιτός, δίκαιος, ακριβής, μάλιστα, εντάξει, άξιος, αμερόληπτος, δίκαιος, τίμιος, έντιμος, κατάλληλος, σωστά, ακριβώς, σωστός, αφοσιωμένος, ίδιος, ακριβώς, έχω δίκιο, σωστά;, έτσι;, μπράβο, Και πολύ καλά κάνεις!, δεν είναι;, έτσι δεν είναι;, που δεν βολεύει, που δεν είναι βολικός, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, λίγο, ελάχιστα, να σημειωθεί στα πρακτικά, πάνω στην ώρα, αυτό είναι, εντάξει, πάσο, γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου, Έχω δίκιο;, δίκαιη τιμωρία, χρυσή τομή, κατάλληλη στιγμή, ηθική, χρηστότητα, τσίμα τσίμα, το καλύτερο σημείο, ακριβώς πριν, δικαιώνομαι, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, εδώ μόλις, ε, έτσι δεν είναι, ε, που πρόκειται να εγκριθεί, συνήθης διαδικασία, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, πάω στραβά, μένω στον σωστό δρόμο, είναι σωστό, που έχει δίκιο, τρόπος, Συμφωνώ!, ο τύπος μου, κατάλληλος, η κατάλληλη ώρα, είναι σωστό που, αναρωτιέμαι, μεταξύ άλλων, εκτυλίσσομαι ομαλά, που έχει το δίκιο με το μέρος του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης giusta

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno avuto una punizione rigida, ma giusta.
Η τιμωρία τους ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη.

σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È sempre nel posto giusto al momento giusto.

σωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qual è la risposta giusta a questa domanda?
Ποια είναι η σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση;

σωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non è il modo giusto di preparare la tavola; hai messo i bicchieri sul lato sbagliato.
Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έβαλες τα ποτήρια στη λάθος πλευρά του σερβίτσιου.

σωστός, δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È giusto che tu abbia un processo leale.
Το σωστό (or: δίκαιο) είναι να έχεις μία αμερόληπτη δίκη.

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha un giusto motivo per lamentarsi.

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era giusto nel dare punizioni.

ακριβής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo resoconto dà una giusta idea degli eventi.

κατάλληλος, σωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è il momento giusto per iniziare un nuovo lavoro.

σωστό

(cose giuste)

Dobbiamo saper distinguere il bene dal male.
Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος.

ακριβώς, αμέσως

(prima)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Ίμραν θυμάται να άκουσε έναν δυνατό κρότο ακριβώς πριν τρακάρει το αυτοκίνητό του.

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli uomini onesti vivranno in pace.

σωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È esatta questa misura?

σωστός, ορθός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo studente ha dato la risposta esatta.
Ο μαθητής έδωσε τη σωστή (or: ορθή) απάντηση.

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il loro capo ha preso una decisione giusta che entrambi avrebbero potuto rispettare.
Το αφεντικό τους πήρε μια δίκαιη απόφαση που και οι δύο σεβάστηκαν.

κατάλληλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'insegnante pensò ad una punizione appropriata per lo studente.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να σκεφτεί μια τιμωρία κατάλληλη για τον μαθητή.

αξιοσέβαστος, σεβαστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giudice aveva la reputazione di uomo retto.

σωστός, ακριβής, κατάλληλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È più che giusto che tu ti scusi con lei.

ακριβώς, σωστά, έτσι

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ah, giusto, adesso capisco cosa vuoi dire.

αξιέπαινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωστός

aggettivo (κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sì, penso che abbia fatto la cosa giusta chiamandola.
Ναι, πιστεύω ότι έκανε το σωστό που την πήρε τηλέφωνο.

τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha sempre la giusta intonazione - non canta mai più alto o più basso.

καθαρός, ξεκάθαρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È la soluzione adatta a questo problema.

σωστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È giusta la storia? È così che va?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχω καταλάβει σωστά την ιστορία; Έτσι έγιναν τα πράγματα;

σχετικά ακριβής

Ci serve circa un centinaio di lavoratori in più, ma ti darò la cifra esatta domani.

αρκετά καλός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Penso di pagare ai miei impiegati una paga discreta.

σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo chef ha dato una dimostrazione del modo corretto di scuoiare un pollo.
Ο σεφ έκανε μια επίδειξη του σωστού τρόπου γδαρσίματος του κοτόπουλου.

δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'accordo proposto sembra equo per entrambe le parti.

δίκαιος, θεμιτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'equa decisione del giudice ha rispettato la costituzione.

δίκαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μάλιστα, εντάξει

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άξιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli spettatori hanno decretato il legittimo vincitore della gara.

αμερόληπτος, δίκαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La giudice è nota per il suo punto di vista imparziale.
Η δικαστής είναι γνωστή για την αμερόληπτή της θεώρηση των πραγμάτων.

τίμιος, έντιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary è una ragazza retta che fa sempre ciò che è giusto.
Η Μαίρη είναι μια έντιμη νεαρή γυναίκα που κάνει πάντα το σωστό.

κατάλληλος

aggettivo (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pensa che il ragazzo di sua figlia non sia la persona giusta per lei.
Δεν πιστεύει πως το αγόρι της κόρης του κάνει για κείνη.

σωστά

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei è la madre del bambino, vero?
Είσαι η μητέρα του παιδιού, ε;

ακριβώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il nostro albergo era esattamente nel centro del quartiere a luci rosse.
Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια.

σωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Risposta esatta!
Σωστή απάντηση!

αφοσιωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È un bravo sindacalista.

ίδιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vera giustizia è imparziale e uguale per tutti.
Η αληθινή δικαιοσύνη είναι δίκαια αλλά και ίδια για όλους τους πολίτες.

ακριβώς

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha fatto ritorno in dieci minuti esatti.

έχω δίκιο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hai ragione: è un bel quadro.

σωστά;, έτσι;

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei un insegnante di francese, giusto?

μπράβο

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Και πολύ καλά κάνεις!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είναι;

interiezione (για επιβεβαίωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo libro è tuo, no?

έτσι δεν είναι;

(particella di conferma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lei vive in questo palazzo, vero? Allora conosce il signor Bianchi.

που δεν βολεύει, που δεν είναι βολικός

locuzione aggettivale (tempo, momento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah ha detto a Tim che sarebbe stata contenta di uscire con lui ma che non era il momento giusto.
Η Σάρα είπε στον Τιμ ότι θα ήθελε να βγει ραντεβού μαζί του, αλλά δεν βόλευε η ώρα.

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

avverbio (senza motivo apparente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Spesso, mentre passeggia, saluta anche chi non conosce; così, tanto per fare.

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

(formale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A tempo debito ci lasceremo tutto questo alle spalle.

λίγο, ελάχιστα

(informale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questa versione è un pochino meglio della precedente, ma devi ancora migliorare.

να σημειωθεί στα πρακτικά

(figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per la cronaca, non sono stato io ad aver lasciato la porta aperta quando siamo usciti.

πάνω στην ώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I paramedici sono arrivati appena in tempo. Sei arrivato giusto in tempo, stavi per perderti tutto il divertimento.

αυτό είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό είναι! Αυτό το κομμάτι είναι το κέντρο του παζλ.

εντάξει, πάσο

(peggiorativo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
E vabbé, se è questo che vuoi...
Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο).

γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου

(per esprimere accordo) (μεταφορικά, καθομ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Έχω δίκιο;

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίκαιη τιμωρία

Martha credeva fermamente che i suoi aguzzini avrebbero ricevuto la punizione che meritavano.

χρυσή τομή

sostantivo maschile (figurato: compromesso valido) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vicky sta cercando di trovare un giusto mezzo tra i suoi impegni di lavoro e la vita familiare.

κατάλληλη στιγμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vorrei chiedere un aumento di stipendio ma devo aspettare il momento giusto.

ηθική, χρηστότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσίμα τσίμα

(ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το καλύτερο σημείο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ακριβώς πριν

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ci vediamo giusto prima della grande riunione.
Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση.

δικαιώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (buone azioni)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se segui le regole e agisci secondo le direttive riceverai il giusto riconoscimento.

ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua spiegazione suona vera, per quanto sembri strana.

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro nuovo impiegato ha iniziato col piede giusto.

καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ho capito bene? Il tuo numero di telefono ha solo quattro cifre?

εδώ μόλις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ero giusto qui la settimana scorsa quando ho fatto visita a Helen.
Ήμουν σ' αυτό ακριβώς το σημείο την περασμένη εβδομάδα όταν επισκέφθηκα την Έλεν.

ε, έτσι δεν είναι, ε

interiezione (a fine frase) (για επιβεβαίωση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Questo è assurdo! Vero, Jim?

που πρόκειται να εγκριθεί

(progetto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνήθης διαδικασία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία

sostantivo maschile (μεταφορικά)

πάω στραβά

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στον σωστό δρόμο

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι σωστό

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Non mi sembra giusto prendere la sua macchina senza chiederglielo.

που έχει δίκιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando le generazioni future ricorderanno questo periodo si renderanno conto di chi aveva ragione in questa vicenda.
Σκεπτόμενοι αυτή τη στιγμή οι μελλοντικές γενιές θα είναι σε θέσει να διακρίνουν ποιος είχε δίκιο σε αυτό το θέμα.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo è il modo giusto di farlo.
Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις.

Συμφωνώ!

interiezione

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Abbiamo discusso abbastanza per oggi". "Ben detto!"
«Αρκετά με τους καβγάδες πια!». «Ε, ναι!».

ο τύπος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sara non è il mio tipo: è troppo seria.

κατάλληλος

(για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες.

η κατάλληλη ώρα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είναι σωστό που

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È giusto che Jimmy sia stato punito per il suo comportamento.

αναρωτιέμαι

interiezione

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταξύ άλλων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτυλίσσομαι ομαλά

verbo intransitivo (figurato, informale: tutto a posto)

που έχει το δίκιο με το μέρος του

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giusta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.