Τι σημαίνει το fatta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fatta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fatta στο Ιταλικό.

Η λέξη fatta στο Ιταλικό σημαίνει πράξη, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνει, κάνω, βγάζω, κάνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, βάζω, πετυχαίνω, είμαι, κάνω, γίνομαι, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, σχηματίζω, διαμορφώνω, αναβάλλω, κάνω, κάνει, κάνω, κάνω, βγάζω, απασχολημένος, παίρνω, παίζω, κάνω, κάνω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, υποβάλλω, κάνω, κάνω, κάνω, παίζω, κάνω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, πάω κτ για κτ, -, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, φέρνω, φτιάχνω, φτιάχνω, επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι, απλά, απλώς, χωράω, χωρώ, στριμώχνω, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, φτιάχνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, μαγειρεύω, φτιάχνω, τοποθετώ, δίνω, κάνω, κάνω, παίρνω, γεννάω, μετακινούμαι, σπέρνω, τραβάω, βγάζω, -, που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, φτιαγμένος, -, πραγματικότητα, λειτουργώ ως κπ/κτ, λέω να γίνει κτ, βάζω, κάνω, κάνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, που προσπαθεί να πείσει, ευχάριστος, μένω, απομένω, -, τρεμάμενα, απίστευτα, εκπυρσοκρότηση, το να λέω αστεία, το να κάνω πλάκα, ανημποριά, φαρσέρ, υπόθεση, εικασία, καγιάκ, υποχώρηση, τσίσα, τσισάκια, πρέπει, εντέλλομαι, τα ξαναβρίσκω, πάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fatta

πράξη

sostantivo maschile (sostantivato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fare è molto più importante che progettare di fare.

φτιάχνω, κατασκευάζω

(realizzare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bambini costruivano case con i mattoncini.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tessitori hanno fatto un cappello di fronde di palma.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

φτιάχνω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia madre vuole fare un dolce per la mia festa.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

κάνει

(clima) (π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Fa freddo oggi; avrai bisogno di guanti e berretto.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Facciamo un bambino!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

βγάζω

(μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti i candidati hanno fatto un discorso.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parti coinvolte hanno fatto un accordo.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

πραγματοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (pagare) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam fa un versamento per la macchina ogni mese.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (deliberare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I parlamenti fanno le leggi.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Due più due fa quattro.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sistemare) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ragazze devono rifare il letto ogni mattina.
Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (uno sbaglio, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho fatto un errore quando ho speso quei soldi.
Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.

βάζω, πετυχαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un goal, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore ha fatto un goal nel secondo tempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

είμαι

(identifica la professione)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Lei è una poliziotta.
Είναι αστυνομικός.

κάνω

(prezzi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono sette dollari.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάνει εφτά δολάρια.

γίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Francis sta cercando di diventare capitano.
Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'industria fabbrica bulloni.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cani hanno creato scompiglio per strada.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

σχηματίζω, διαμορφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (giudizi, opinioni, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne è sempre troppo veloce nel fare giudizi.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

αναβάλλω

(informale: rimandare, rifiutare) (για άλλη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oggi non possiamo incontrarci. Possiamo fare la prossima settimana?
Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εργασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa fai questo pomeriggio?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

κάνει

verbo transitivo o transitivo pronominale (γ' ενικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fa i compiti ogni sera.
Κάνει τα μαθήματά του κάθε βράδυ.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io faccio i piatti, visto che tu hai cucinato.
Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa fai per vivere?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι δουλειά κάνεις;

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (albero: frutto) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo anni di siccità, finalmente il melo ha fatto i suoi frutti.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

απασχολημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Che cosa hai fatto di bello dall'ultima volta che ti ho visto?

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (espressione, atteggiamento) (ύφος, έκφραση)

Il mio cane fa sempre una faccia triste quando vuole del cibo.
Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (nel gioco del bowling) (για μπόουλινγκ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha fatto una partita perfetta.
Έπαιξε ένα τέλειο παιχνίδι.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fai quello che dico, non quello che faccio.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai così con le mani.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (lavorare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ora come ora faccio la cameriera, ma voglio diventare attrice.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: fare causa) (μήνυση, αγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei ha fatto causa al suo datore di lavoro.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le droghe possono fare molto male.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non abbiamo ancora fatto trigonometria.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ό,τι μπορώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io faccio Lady Macbeth.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremo Amleto la prossima volta.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si era fatta i capelli a caschetto.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (απόσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo fatto cinquecento miglia in due giorni.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La camera del bambino l'hanno fatta gialla, per sicurezza.

πηγαίνω, πάω

(με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stavano facendo trenta miglia all'ora quando l'altra automobile li ha tamponati.

πηγαίνω, πάω

(ταξίδι, εκδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremo la Riviera quest'estate.

πάω κτ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devo fare riparare la macchina.
Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Devo fare riparare la macchina.
Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (matematica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cinque meno tre fa due.
Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

κάνω

(telefonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (bagno, doccia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono sporchissimo. Ho proprio bisogno di fare un bagno.

κάνω

(vacanze, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anno scorso abbiamo fatto una vacanza in Argentina.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

κατασκευάζω, φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω

(κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non restartene lì seduto, fai qualcosa!

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come artista faceva cose favolose con il metallo di scarto. Che bel dipinto. L'hai fatto tu?
Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες;

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (le valigie, i bagagli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai preparato le tue valigie?
Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα;

επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλά, απλώς

verbo (senza permesso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sì, certo che puoi fare uno spuntino: fa' pure e prendi ciò che vuoi.

χωράω, χωρώ, στριμώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σε χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quanti paesi riusciamo a fare nel nostro viaggio di due settimane?

φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucinare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siediti lì intanto che metto su qualcosa per colazione.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta poteva fare sei vestiti in un giorno.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faccio io la cena stasera?

μαγειρεύω, φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo fine settimana farò l'arrosto.

τοποθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (scommesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti è rimasto solo un minuto per fare la tua scommessa.

δίνω, κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ordini)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei fare un ordine per altri dodici articoli.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo fare delle commissioni.
Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo lasciare che gli eventi seguano il proprio corso.
Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους.

γεννάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (dei maiali)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scrofa ha fatto otto maialini.

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha fatto tre passi a sinistra.

σπέρνω

(μτφ, αποδοκιμασίας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'uomo è crudele, a persone così non dovrebbe essere permesso mettere al mondo dei bambini.

τραβάω, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fotografie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo fece diversi scatti della sposa e dello sposo.

-

participio passato (fare) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha fatto ciò che doveva fare.
Ό,τι έπρεπε να κάνει το 'χε κάνει.

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti questi vestiti sono stati fatti a mano.
Όλα αυτά τα ρούχα είναι κατασκευασμένα (or: φτιαγμένα) στο χέρι.

φτιαγμένος

(gergale: drogato) (αργκό, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Com'è il fatto tra Amber e Paul? Si frequentano?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

πραγματικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In realtà nessuno dei candidati era adatto per il posto di lavoro.

λειτουργώ ως κπ/κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando si incontrarono la prima volta, fu la sorella a fare da organizzatrice. // I pantaloni dell'uomo erano tenuti su da un pezzo di corda che fungeva da cintura.
Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης.

λέω να γίνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Papà dice di venire subito a mangiare la cena.

βάζω, κάνω

(imporre) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I miei genitori mi fanno mangiare le verdure.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riesce sempre a farmi ridere.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

καταφέρνω να πάω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scusa ma non ce l'ho fatta a venire alla riunione di ieri.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

που προσπαθεί να πείσει

(per ottenere [qlcs])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μένω, απομένω

verbo intransitivo (generico)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mancano ancora dieci miglia.
Απομένουν άλλα δέκα μίλια.

-

(volgare, rafforzativo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Questo film è fottutamente brutto.
Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο.

τρεμάμενα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απίστευτα

(caldo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκπυρσοκρότηση

(συχνά ακούσια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel tuo sparo è stato del tutto ingiustificato.
Δεν είχες κανένα λόγο να πυροβολήσεις.

το να λέω αστεία, το να κάνω πλάκα

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανημποριά

(di chi non può fare niente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando i bambini si ammalano, i genitori devono fare i conti con il senso di impotenza.

φαρσέρ

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I burloni facevano scherzi telefonici ai loro genitori, spacciandosi per poliziotti.

υπόθεση, εικασία

(formale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il nuovo manuale elimina la congettura dal procedimento.

καγιάκ

(attività) (κωπηλασία με κανό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il kayak è una delle mie attività all'aperto preferite.

υποχώρηση

(argomentazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσίσα, τσισάκια

(παιδικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi prendere una nuova patente.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

εντέλλομαι

(anche seguito da subordinata)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il decreto impose a tutti gli uomini con più di 16 anni di arruolarsi.

τα ξαναβρίσκω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La coppia si riconciliò dopo nove anni di faide.

πάω

(κάπου ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fatta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.