Τι σημαίνει το examen στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης examen στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του examen στο ισπανικά.
Η λέξη examen στο ισπανικά σημαίνει εξέταση, εξέταση, διαγώνισμα, εξετάσεις, εξέταση, τεστ, επίπεδο, επιθεώρηση, εξονυχιστικός έλεγχος, κολπική εξέταση, αντίγραφο διαγωνίσματος, αξιολόγηση, νεκροψία, εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές, τελική εξέταση, με μια πιο προσεκτική εξέταση, SAT, προφορική εξέταση, επιτήρηση, επίβλεψη, εισαγωγικές εξετάσεις, αιματολογική εξέταση, διεξοδική εξέταση, εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωση, ιατρική εξέταση, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, ιατρική εξέταση, εξέταση αξιολόγησης, διαγώνισμα ικανοτήτων, προκαταρκτική εξέταση, ανάλυση ούρων, γραπτό διαγώνισμα, απολυτήριες εξετάσεις, εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου, τεστ DNA, οφθαλμολογική εξέταση, ιατρική εξέταση, πυελική εξέταση, απροειδοποίητο τεστ, πρόβα εξετάσεων, απολυτήριες εξετάσεις, απολυτήριες εξετάσεις, τεστ ορθογραφίας, εξετάσεις για δίπλωμα, ιατρική εξέταση, τυποποιημένη εξέταση, δερματικό τεστ, δεν αντέχω, δεν στέκω, έχω διαγώνισμα, περνάω την εξέταση, επιβλέπω, επιτηρώ, προφορική εξέταση, σωματική εξέταση, στοχασμός, προβληματισμός, εξέταση όρασης, επαναληπτική εξέταση, τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, ιατρική εξέταση, πρόχειρο διαγώνισμα, επιβλέπω, επιτηρώ, εξετάζω, εξετάζω, εξέταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης examen
εξέτασηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Va a haber un examen para todos los estudiantes al final del curso. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το διαγώνισμα που μας έβαλε η δασκάλα στα μαθηματικά ήταν πολύ δύσκολο. |
εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El doctor envió al paciente a que viera a un especialista para un examen más a fondo. Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση. |
διαγώνισμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hoy tengo un examen de alemán y espero sacar buena nota. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό. |
εξετάσεις(τελικές) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El examen de álgebra fue difícil. Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας. |
εξέτασηnombre masculino (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cada año voy al hospital a hacerme un examen para ver si he mejorado. |
τεστ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mañana habrá un examen sobre lo que estuvieron aprendiendo durante este semestre. Αύριο θα γράψετε διαγώνισμα πάνω σε όσα μάθατε αυτό το εξάμηνο. |
επίπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estoy estudiando para el sexto examen de violín. Μελετάω για την έκτη βαθμίδα στο πιάνο. |
επιθεώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El examen de la casa por parte del inspector duró dos horas. |
εξονυχιστικός έλεγχος
Antes de aprobarse, la propuesta se analizó con mucho escrutinio. Η πρόταση πέρασε από εξονυχιστικό έλεγχο προτού εγκριθεί. |
κολπική εξέταση
Sarah fue al doctor por una consulta porque había estado sufriendo de menstruaciones muy fuertes. |
αντίγραφο διαγωνίσματος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Algunos alumnos sin escrúpulos se hicieron con un ejemplar de la prueba con antelación y lo vendieron. |
αξιολόγηση(candidatos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Someter a los candidatos a una investigación de antecedentes es una parte importante del proceso de selección. |
νεκροψίαnombre femenino (χωρίς τομές) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No saben cómo murió; por eso le van a hacer una autopsia. |
εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές(acrónimo, voz inglesa) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τελική εξέταση(examen) (πριν την αποφοίτηση) Rendí el final de química la semana pasada. Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα. |
με μια πιο προσεκτική εξέτασηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
SAT
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El examen de admisión se usa para todas las admisiones a universidades de Estados Unidos. Η εξέταση SAT χρησιμοποιείται ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. |
προφορική εξέταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτήρηση, επίβλεψη(διαγωνίσματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισαγωγικές εξετάσεις
Para ingresar tienes que tomar un examen de ingreso (or: examen de admisión). |
αιματολογική εξέταση
Su análisis de sangre mostró un alto grado de colesterol. Η αιματολογική εξέτασή του έδειξε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. |
διεξοδική εξέταση
Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους. |
εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos los alumnos deben aprobar un examen de lectoescritura para poder ingresar al curso. |
ιατρική εξέταση
A todos los chicos les hacen un examen médico antes de empezar el servicio militar. |
προφορική εξέταση(educación) Muchos profesores de lenguas extranjeras hacen exámenes orales para que los alumnos demuestren su dominio del lenguaje hablado. |
προφορική εξέταση(educación) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los exámenes orales son una alternativa a los exámenes escritos en muchas materias. |
ιατρική εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El ejército no lo aceptó porque no superó el chequeo médico. |
εξέταση αξιολόγησης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aplicamos un examen de nivel a todos nuestros estudiantes de primer ingreso para saber en qué nivel de matemáticas deben empezar. |
διαγώνισμα ικανοτήτων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aprobó el examen teórico pero suspendió el examen práctico. |
προκαταρκτική εξέτασηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los exámenes preliminares indican que el paciente simplemente sufre de agotamiento. Sin embargo, se deberán realizar pruebas adicionales que ayuden a descubrir si existen otras causas. Οι προκαταρτικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο ασθενής υποφέρει απλά από εξάντληση. Ωστόσο, περαιτέρω εξετάσεις θα διενεργηθούν προκειμένου να αποκλειστούν άλλα αίτια. |
ανάλυση ούρων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muchas drogas ilegales pueden detectarse con un examen de orina. |
γραπτό διαγώνισμαlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La evaluación consiste en tres exámenes escritos y uno oral. Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης. |
απολυτήριες εξετάσεις(Reino Unido) |
εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Incluso después de terminar la carrera de derecho, no puedes practicar hasta que pasas la oposición para abogado. |
τεστ DNA(γενετικό προφίλ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Usó un examen de ADN para descubrir su genealogía. |
οφθαλμολογική εξέταση(formal) |
ιατρική εξέταση
|
πυελική εξέταση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απροειδοποίητο τεστ
Si hubiera hecho mi tarea quizás no hubiera reprobado el examen sorpresa de hoy. |
πρόβα εξετάσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απολυτήριες εξετάσεις(από το λύκειο) |
απολυτήριες εξετάσεις
|
τεστ ορθογραφίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξετάσεις για δίπλωμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gina no aprobó su examen de conducir. |
ιατρική εξέταση
|
τυποποιημένη εξέταση
El SAT es un test estandarizado usado en muchas admisiones a institutos. |
δερματικό τεστ(alergia) |
δεν αντέχω, δεν στέκωlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando los expertos realizaron pruebas en el dinero falso, no resistió un examen cuidadoso. |
έχω διαγώνισμαverbo transitivo (Argentina) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω την εξέτασηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una vez que apruebes el examen te darán el diploma. |
επιβλέπω, επιτηρώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como los estudiantes están siendo evaluados, alguien necesita supervisar el examen. |
προφορική εξέταση(educación) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los alumnos debían prepararse para demostrar su nivel de español en un examen oral. |
σωματική εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hoy tuve examen de gimnasia: había que hacer correctamente cinco saques de voleibol. |
στοχασμός, προβληματισμόςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξέταση όρασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No tienes que hacer otro examen de conducir para renovar tu licencia, sólo tienes que hacerte un examen de la vista para demostrar al inspector que puedes ver bien para conducir. |
επαναληπτική εξέτασηlocución verbal La universidad le cobró una tarifa por repetir el examen. |
τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίωνlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιατρική εξέταση
El paciente debía someterse a un examen médico. Ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε εξέταση από τον γιατρό. |
πρόχειρο διαγώνισμα
|
επιβλέπω, επιτηρώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor supervisó el examen mientras los alumnos rendían el final. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra examinó a sus estudiantes ayer. Ο καθηγητής έβαλε χτες τεστ στους μαθητές του. |
εξετάζωlocución verbal (σε κτ, πάνω σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra tomó un examen sobre la Guerra Civil a sus alumnos. Ο καθηγητής εξέτασε τους μαθητές του πάνω στον εμφύλιο πόλεμο. |
εξέταση(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του examen στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του examen
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.