Τι σημαίνει το esforzarse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης esforzarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esforzarse στο ισπανικά.
Η λέξη esforzarse στο ισπανικά σημαίνει αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω, ζορίζομαι, πιέζομαι, προσπαθώ σκληρά, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, βάζω τα δυνατά μου, προσπαθώ, πασχίζω, καταβάλλω προσπάθεια, κοπιάζω, μοχθώ, καταβάλω, βάζω τα δυνατά μου, στύβω το μυαλό μου, παλεύω, αγωνίζομαι, προσπαθώ να κάνω κτ, διατηρώ φρούδες ελπίδες, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, κάνω το κάτι παραπάνω, μοχθώ να κάνω κτ, παλεύω να κάνω κτ, κάνω μεγάλο κόπο, κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, γυμνάζομαι υπερβολικά, πασχίζω, προσπαθώ, δουλεύω πάνω σε κάτι, πιέζω τον εαυτό μου, προσπαθώ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ, μοχθώ, κοπιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης esforzarse
αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esfuérzate por alcanzar el éxito. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα εκπλαγείς από το τι είναι εφικτό αν κοπιάσεις. |
ζορίζομαι, πιέζομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El equipo se esforzó toda la noche para terminar el proyecto. |
προσπαθώ σκληράverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esfuérzate por portarte de lo mejor en la fiesta. |
δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα
|
βάζω τα δυνατά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσπαθώ, πασχίζω, καταβάλλω προσπάθειαverbo pronominal (físicamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοπιάζω, μοχθώverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los trabajadores han estado esforzándose en los campos todo el día. Οι εργάτες κόπιαζαν όλοι μέρα στα χωράφια. |
καταβάλωverbo pronominal (esfuerzo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No deberías esforzarte tanto en sus proyectos. Δεν χρειάζεται να καταβάλεις τόση προσπάθεια σε αυτά τα πρότζεκτ. |
βάζω τα δυνατά μουverbo pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στύβω το μυαλό μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παλεύω, αγωνίζομαι(να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy luchando para hacer esto bien porque es importante para mí. Αγωνίζομαι πραγματικά για να το κάνω σωστά, καθώς είναι σημαντικό για μένα. |
προσπαθώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No intentes hacerlo cambiar de opinión; te arrepentirás. Μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη, θα το μετανιώσεις. |
διατηρώ φρούδες ελπίδες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Traté de convencerlo de que nos acompañara, pero sentí que estaba machacando en hierro frío. |
καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tengo que hacer un esfuerzo para llevarme bien con mi compañero de trabajo. |
κάνω το κάτι παραπάνω(AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me rompo el lomo para ayudarte ¿y así me pagás? |
μοχθώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παλεύω να κάνω κτlocución verbal (μτφ: προσπαθώ σκληρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω μεγάλο κόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se esforzó mucho por ayudarme y por eso estoy realmente agradecido. |
γυμνάζομαι υπερβολικά
|
πασχίζω, προσπαθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo escritor que aspire a la grandeza debe estudiar los clásicos. Κάθε συγγραφέας που πασχίζει (or: αγωνίζεται) να μεγαλουργήσει οφείλει να μελετήσει τους κλασικούς συγγραφείς. |
δουλεύω πάνω σε κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Realmente necesitas esforzarte en controlar tu temperamento. Realmente necesito esforzarme en mi paciencia. Πρέπει πραγματικά να δουλέψεις πάνω στο να συγκρατείς τα νεύρα σου. |
πιέζω τον εαυτό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπαθώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me esfuerzo por hacer lo mejor. Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. |
πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre me esfuerzo por hacer todo lo que hago lo mejor posible. |
πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοχθώ, κοπιάζω(να κάνω κάτι, για να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él realmente se esforzó por hacer que funcionara. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esforzarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του esforzarse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.