Τι σημαίνει το distinta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης distinta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distinta στο Ιταλικό.
Η λέξη distinta στο Ιταλικό σημαίνει διακρίνω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, ξεχωρίζω, κάνω διάκριση, κάνω διακρίσεις, διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλω, διακρίνω, ξεχωρίζω, ανακαλύπτω, διακρίνω, διακρίνω, ξεχωρίζω, διακρίνω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, κατάλογος περιεχομένων, καλοαναθρεμμένος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, μοντέρνος, αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπής, ευδιάκριτος, διακριτός, ευδιάκριτος, διακριτός, ελκυστικός, γοητευτικός, κομψός, διαφορετικός, ξεχωριστός, ζωντανός, ξεχωριστός, διαφορετικός, ανεξάρτητος, αυτόνομος, επιβλητικός, διακρίνω, ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος, ξεχωρίζω κτ με κτ, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κτ από κτ, διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ, διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε κτ και κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ, έχω γεύση, ξεχωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης distinta
διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nebbia era così fitta che Harry riusciva a malapena a distinguere la strada. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρυ με δυσκολία μπορούσε να δει τον δρόμο. |
διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'intelligenza di Stein lo distingue dagli altri calciatori. Η εξυπνάδα του Στάιν τον ξεχωρίζει από άλλους ποδοσφαιριστές. |
ξεχωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sai distinguere la differenza tra questi due colori? Non riesco a distinguere l'uno dall'altro. Μπορείς να διακρίνεις τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο χρώματα. |
κάνω διάκριση, κάνω διακρίσειςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini imparano a distinguere i suoni di qualsiasi lingua ascoltano. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (con la vista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da così lontano non riesco a distinguere cosa c'è scritto sul cartello. Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha chiamato tirchio, ma credo debba fare una distinzione fra tirchio e frugale. Gran parte delle persone distingue tra fiori ed erbe, ma possono essere belli entrambi. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A causa della luce fioca era impossibile capire se fosse un uomo o una donna. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (από μακριά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχωρίζω, διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (διακρίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riconosce un fiore da un'erbaccia. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο. |
κατάλογος περιεχομένων(στη συσκευασία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Alla consegna dei prodotti ho controllato accuratamente la distinta. |
καλοαναθρεμμένος(figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ιδιαίτερος, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα. |
μοντέρνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Ben piace fare buona impressione e quindi è sempre molto elegante. Στον Μπεν αρέσει να κάνει καλή εντύπωση, και έτσι είναι πάντα στυλάτος. |
αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi è quella signora distinta seduta vicino alla finestra? |
ευδιάκριτος, διακριτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eugene vedeva il profilo chiaro di una montagnetta di terra scavata da una talpa sul prato. |
ευδιάκριτος, διακριτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci fu una chiara mancanza di entusiasmo tra gli studenti quando l'insegnante suggerì loro di fare dei compiti extra. Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι. |
ελκυστικός, γοητευτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un uomo così distinto! Είναι τόσο ελκυστικός άντρας! |
κομψός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hilary ha spedito un biglietto di ringraziamento a tutti quelli che sono venuti alla festa; il che dimostra che è una donna di classe! |
διαφορετικός, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Divideremo la classe in tre gruppi diversi. Θα χωρίσουμε την τάξη σε τρία διαφορετικές (or: ξεχωριστές) ομάδες. |
ζωντανόςaggettivo (αφήγηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il racconto vivido catturò l'attenzione degli ascoltatori. Η γλαφυρή ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον των ακροατών. |
ξεχωριστός, διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I gemelli si assomigliano ma sono due persone distinte. |
ανεξάρτητος, αυτόνομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni reparto dell'azienda è completamente indipendente. Non hanno in comune neanche un team legale. |
επιβλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La famiglia viveva in un'elegante residenza con giardini paesaggistici. |
διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ από κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per alcuni è difficile distinguere ciò che è giusto da ciò che è sbagliato. Κάποιοι άνθρωποι το βρίσκουν δύσκολο να ξεχωρίσουν το σωστό απ' το λάθος. |
ξεχωρίζω το σωστό από το λάθοςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεχωρίζω κτ με κτverbo intransitivo Non riesco a distinguere tra il nero e il marrone scuro. |
ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gemelli si assomigliano così tanto che è difficile distinguerli. Τα δίδυμα μοιάζουν τόσο πολύ που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις. |
ξεχωρίζω κτ από κτ
Distinguere tra le cellule singole è difficile. |
διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Molti inglesi non sono in grado di distinguere l'accento dello Yorkshire da quello dello Lancashire. |
διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε κτ και κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Può essere difficile distinguere tra un forte attacco di panico e un infarto. |
ξεχωρίζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale È difficile distinguere questo fiore da questo suo parente stretto. |
έχω γεύσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piace davvero la consistenza del cibo, ma non ne distinguo davvero il sapore. Μου αρέσει η υφή του φαγητού, αλλά δεν έχω και πολύ γεύση. |
ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riesci a distinguere il bene dal male? |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distinta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του distinta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.