Τι σημαίνει το disponibile στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disponibile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disponibile στο Ιταλικό.

Η λέξη disponibile στο Ιταλικό σημαίνει βγαίνω, εύκαιρος, ελεύθερος, διαθέσιμος, ελεύθερος, διαθέσιμος, ελεύθερος, σύμφωνος, σε απόθεμα, διαθέσιμος, παίζομαι, διαθέσιμος, διαθέσιμος, ελεύθερος, της γειτονιάς, διαθέσιμος, εύκολα προσβάσιμος, κενός, ελεύθερος, διαθέσιμος, πρόθυμος, κοντά, προσιτός, ευπρόσιτος, προσαρμοστικός, πρόθυμος, φιλικός, άδειος, μέσα, γουστάρω, φτάνω, έρχομαι, κεφάλαιο, μη διαθέσιμος, προς ενοικίαση, προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ, μη διαθέσιμος, διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος, από το στοκ, διαθέσιμο εισόδημα, διαθέσιμο εισόδημα, αγοραστική δύναμη, ελεύθερη μνήμη, ελεύθερος χώρος, κενή θέση εργασίας, διαθέσιμο ρευστό, ανοίγω, προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση, έτοιμος, πρόχειρος, διατεθειμένος να κάνω κτ, πλήρης επάρκεια, σύμφωνος, συμπεριλαμβανόμενου, έτοιμος, ανοιχτή θέση, κενή θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disponibile

βγαίνω

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa maglia è disponibile in qualche altro colore?
Είναι διαθέσιμο σε άλλα χρώματα αυτό το πουκάμισο;

εύκαιρος, ελεύθερος, διαθέσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando è disponibile per un incontro?
Πότε θα είσαι ελεύθερη να βρεθούμε;

ελεύθερος

aggettivo (figurato: single) (δεν έχει σύντροφο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sai se Susan è disponibile? Vorrei chiederle di uscire insieme.

διαθέσιμος, ελεύθερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho tre persone libere per iniziare il lavoro domani.
Έχω τρία άτομα ελεύθερα (or: διαθέσιμα) να ξεκινήσουν δουλειά αύριο.

σύμφωνος

(δεν έχει αντίρρηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Partiremo questo pomeriggio se i tuoi genitori sono disponibili.
Θα πάμε ταξίδι σήμερα το απόγευμα, αν είναι σύμφωνοι οι γονείς σου.

σε απόθεμα

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chiama il negozio e chiedi se quel libro è disponibile. Queste scarpe sono ancora disponibili.

διαθέσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo sempre una gran quantità di frutta disponibile durante i mesi estivi.

παίζομαι

aggettivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο τίτλος του πρωταθλητή θα παιχτεί στον τελικό αγώνα της σεζόν.

διαθέσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'azienda aveva delle difficoltà finanziarie e quindi ha venduto alcune riserve patrimoniali disponibili.

διαθέσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Visto che i fondi statali per lo studio non erano disponibili, gli studenti dovettero trovare altri modi per pagare l'università.
Δεδομένου ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη πολιτειακή χρηματοδότηση για την εκπαίδευση, οι φοιτητές έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους να πληρώσουν το πανεπιστήμιο.

ελεύθερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel centro commerciale ci sono molti spazi disponibili.

της γειτονιάς

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύκολα προσβάσιμος

aggettivo

La Cina è un mercato disponibile per quasi tutti i nostri prodotti.

κενός, ελεύθερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il direttore fu felice di scoprire che aveva un'ora libera senza riunioni.

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il consiglio non ha fondi disponibili per gli interventi edilizi proposti.

πρόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi offro a cucinare la cena stasera.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να πληρώνω χρέη άλλων.

κοντά

(esserci)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei c'è? Vorrei chiederle una cosa.

προσιτός, ευπρόσιτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι πολύ προσιτός και συνήθως απαντάει με ένα γρήγορο ναι ή όχι.

προσαρμοστικός

aggettivo (persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόθυμος

(να κάνει κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harry è una persona ben disposta, non aver paura di esporgli il tuo piano.
Ο Χάρυ είναι τόσο θετικός, επομένως μην διστάσεις να του μιλήσεις για το σχέδιό σου.

φιλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La titolare del B&B era una signora gentile e disponibile.

άδειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Possiamo costruire nello spazio libero accanto a noi.
Μπορούμε να χτίσουμε στον κενό χώρο δίπλα μας.

μέσα

aggettivo (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo comunicato a Malcolm i nostri piani e lui era favorevole.

γουστάρω

(colloquiale: sessualmente disponibile)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La partita di ricambi non è arrivata per cui non saremo in grado di onorare l'ordine.
Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία.

κεφάλαιο

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vorrei imparare il francese ma non ho abbastanza soldi per pagarmi un corso serale.

μη διαθέσιμος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Secondo il sito internet, la giacca che volevo ordinare non è disponibile.

προς ενοικίαση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς ενοικίαση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη διαθέσιμος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από το στοκ

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμο εισόδημα

sostantivo maschile

Il reddito disponibile è ciò che rimane dopo aver pagato per i beni essenziali come l'affitto, le bollette e il cibo.

διαθέσιμο εισόδημα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Spendo buona parte del mio reddito disponibile in libri e musica.

αγοραστική δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερη μνήμη

(informatica) (Η/Υ)

Il computer di mio marito è lentissimo perché ha quasi esaurito la memoria disponibile.

ελεύθερος χώρος

sostantivo maschile (memoria di computer)

κενή θέση εργασίας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμο ρευστό

ανοίγω

(figurato: includere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος

(prodotto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόχειρος

aggettivo (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel negozio di ricambi per auto è sempre disponibile una vasta scelta di cinghie del ventilatore.

διατεθειμένος να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλήρης επάρκεια

aggettivo

σύμφωνος

(με κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli agenti di polizia hanno constatato che il sospetto è disponibile ad essere interrogato.
Ο ύποπτος ήταν δεκτικός στην ανάκριση των αστυνομικών.

συμπεριλαμβανόμενου

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I corsi intendono essere aperti a coloro che hanno scarsa esperienza.

έτοιμος

aggettivo (να κάνω κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sei pronto ad aiutare?
Είσαι έτοιμος να βοηθήσεις;

ανοιχτή θέση, κενή θέση

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disponibile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.