Τι σημαίνει το crudele στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crudele στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crudele στο Ιταλικό.
Η λέξη crudele στο Ιταλικό σημαίνει ανηλεής, βάναυσος, βάναυσος, βάρβαρος, βάναυσος, βάρβαρος, σκληρός, βίαιος, κακός, μοχθηρός, βίαιος, σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, ανελέητος, αμείλικτος, κτηνώδης, ζωώδης, θηριώδης, βάρβαρος, βάναυσος, άκαρδος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, σαδιστής, σαδίστρια, ανηλεής, αδίστακτος, άπονος, ανάλγητος, σκληρός, άγριος, βάναυσος, ανελέητος, αμείλικτος, σκληρός, σκληρόκαρδος, στυγνός, απάνθρωπος, σαδιστικός, ασυγκίνητος, ψύχραιμος, πικρόχολος, αποτρόπαιος, ειδεχθής, βάρβαρη τιμωρία/ποινή, σκληρά, ανελέητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crudele
ανηλεής, βάναυσος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il massacro è stato un atto crudele e spietato. |
βάναυσος, βάρβαροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cane scappò per via dei maltrattamenti crudeli del padrone. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο δράστης του άγριου ξυλοδαρμού συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. |
βάναυσος, βάρβαρος, σκληρός, βίαιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο θάνατος της συζύγου του στα 27 της ήταν ένα σκληρό χτύπημα. |
κακός, μοχθηρός(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al lavoro Taylor fu oggetto di prevaricazione da parte di colleghi malevoli. |
βίαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Come fai a essere così senza cuore da non aiutare questa gente? |
ανελέητος, αμείλικτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giudice è stato impietoso nel condannare i tre imputati. |
κτηνώδης, ζωώδης, θηριώδηςaggettivo (azione) (πράξη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo modo brutale di trattare i cavalli indignò il pubblico. |
βάρβαρος, βάναυσοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'Imperatore Caligola è ricordato per le crudeli punizioni che infliggeva a chi non lo soddisfaceva. |
άκαρδος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνοςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαδιστής, σαδίστριαaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) June è una persona sadica cui piace fare la prepotente con gli altri. |
ανηλεήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dobbiamo difenderci dal nemico spietato. |
αδίστακτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπονος, ανάλγητος(persona o atto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il modo in cui sono entrati e hanno preso la roba della madre è stato piuttosto spietato. |
σκληρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È crudele mangiare un gelato davanti a Johnny visto che lui non può averlo. Είναι σκληρό να τρως παγωτό μπροστά στον Τζόνυ τη στιγμή που εκείνος δεν μπορεί να φάει. |
άγριος, βάναυσοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La polizia ha detto che è stato un attacco efferato e sta cercando testimoni. Η αστυνομία ανέφερε ότι ήταν μια βάρβαρη επίθεση και κάνει έκκληση για μάρτυρες. |
ανελέητος, αμείλικτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua critica spietata degli sforzi degli studenti era inopportuna. |
σκληρός, σκληρόκαρδος, στυγνόςaggettivo (persona) (για άνθρωπο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era crudele con l'ex marito come vendetta per la sua infedeltà. Ήταν σκληρή (or: σκληρόκαρδη) με τον πρώην άνδρα της για να τον εκδικηθεί για την απιστία του. |
απάνθρωποςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Picchiare una donna è disumano. |
σαδιστικόςaggettivo (ενέργεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato crudele programmare l'esame alle 6 del mattino. |
ασυγκίνητος, ψύχραιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si dice che quel detenuto sia un assassino spietato. |
πικρόχολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I commenti crudeli di Gareth ferirono i sentimenti di Martha. Τα φαρμακερά σχόλια του Γκάρεθ πλήγωσαν τα αισθήματα της Μάρθα. |
αποτρόπαιος, ειδεχθήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il criminale è stato condannato all'ergastolo per il suoi orribili delitti. |
βάρβαρη τιμωρία/ποινήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In quasi tutte le nazioni civilizzate la pena di morte è considerata una punizione crudele e disumana. |
σκληρά, ανελέητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il procuratore diede crudelmente alla sua assistente più lavoro di quanto lei riuscisse ad affrontare. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crudele στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του crudele
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.