Τι σημαίνει το cretino στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cretino στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cretino στο Ιταλικό.

Η λέξη cretino στο Ιταλικό σημαίνει βλάκας, ντουβάρι, κούτσουρο, τούβλο, κρετίνος, τσουτσέκι, βλάκας, κρετίνος, κρετίνα, ατσούμπαλος, βλάκας, ηλίθιος, βλακώδης, καθυστερημένος, χάνος, βλακώδης, ηλίθιος, βλακώδης, ηλίθιος, βλάκας, ηλίθιος, ανόητος, χαζός, ζωντόβολο, ζώον, βλάκας, γκάου, γκάγκα, ζώον, ηλίθιος, βλάκας, βλάκας, βλάκας, χαζός, ανόητος, χαζός, χαζός, μουνί, τρελιάρης, τρελιάρα, βλάκας, βλάκας, ηλίθιος, κόπανος, βλάκας, αργόστροφος, γίνομαι ρόμπα, χαζολογάω, χαζολογώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cretino

βλάκας

(offensivo) (ανεπίσημο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ντουβάρι, κούτσουρο, τούβλο

sostantivo maschile (ανόητος ή αμαθής, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tristan è un cretino totale che inciampa sempre sui suoi piedi.

κρετίνος

sostantivo maschile (offensivo) (υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mio fratello minore è proprio un cretino!

τσουτσέκι

sostantivo maschile (colloquiale, offensivo) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βλάκας

sostantivo maschile (offensivo) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry è davvero un cretino.

κρετίνος, κρετίνα

aggettivo (offensivo) (καθομιλουμενη, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ατσούμπαλος

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe è inciampato su un suo piede, che fesso!
Ο Τζο σκόνταψε πάνω στο δικό του πόδι -- πόσο ατσούμπαλος!

βλάκας

(persona: potenzialmente offensivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mio zio è un idiota che mi imbarazza sempre di fronte ai miei amici.

ηλίθιος

(potenzialmente offensivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George crede che le persone che non sono d'accordo con lui siano imbecilli.

βλακώδης

(discorso: potenzialmente offensivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suggerimento di Beth per il giardino di quartiere era idiota! Come si fa a coltivare le banane in Canada?

καθυστερημένος

(usato offensivamente) (προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάνος

(informale, offensivo) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non farlo, idiota!

βλακώδης, ηλίθιος

aggettivo (colloquiale, offensivo) (ΗΒ, καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Entrambi sono degli idioti totali ossessionati da sé stessi.

βλακώδης, ηλίθιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dì a quel cretino di tuo figlio di smettere di molestare mia figlia!

βλάκας

sostantivo maschile (offensivo) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È proprio uno scemo a tentare di copiare in un esame come quello.
Είναι τόσο βλαμμένος που προσπαθεί να αντιγράψει σε ενα τέτοιο διαγώνισμα.

ηλίθιος, ανόητος, χαζός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ναι, ξέρω ποιος είναι πρόεδρος. Δεν είμαι ηλίθιος (or:ανόητος).

ζωντόβολο, ζώον

sostantivo maschile (offensivo) (αργκό, προσβλητικό: χαζός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nuova moglie di Bradley ha metà dei suoi anni ed è una completa idiota.

βλάκας

aggettivo (offensivo) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quell'imbecille ha lasciato che il suo cane venisse di nuovo nel mio giardino!

γκάου, γκάγκα

sostantivo maschile (offensivo) (αργκό: βλάκας)

ζώον

(offensivo, colloquiale) (μεταφορικά μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλίθιος

sostantivo maschile (colloquiale, offensivo) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλάκας

aggettivo (offensivo) (καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλάκας

sostantivo maschile (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se parli con lui per qualche minuto, capisci subito che è solo un altro fesso.
Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος.

βλάκας

sostantivo maschile (offensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαζός, ανόητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alcuni stupidi pedoni camminavano avanti e indietro tra le macchine.
Μερικοί ανόητοι πεζοί περιφέρονταν πέρα δώθε ανάμεσα στα αυτοκίνητα.

χαζός

aggettivo (offensivo) (καθομιλουμένη: μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαζός

aggettivo (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rubare al capo è davvero una cosa stupida da fare.
Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα.

μουνί

sostantivo maschile (offensivo) (αργκό, χυδαίο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Guarda come guida da scemo questo cretino qui davanti!
Αυτή η μαλάκω μπροστά μου δεν ξέρει να οδηγεί.

τρελιάρης, τρελιάρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Smetti di farmi il solletico! Sei un cretino!

βλάκας

sostantivo maschile (offensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλάκας

(offensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel deficiente è sempre impegnato a fare qualcosa di stupido.

ηλίθιος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Togliti di torno, cretino!
Φύγε από μπροστά μου, ηλίθιε!

κόπανος, βλάκας

(spregiativo) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dan ha deciso di non essere più amico di Ben perché era un cretino.
Ο Νταν αποφάσισε να μην είναι φίλος με τον Μπεν επειδή ο Μπεν ήταν βλάκας.

αργόστροφος

(offensivo, peggiorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γίνομαι ρόμπα

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Jim ha fatto la parte del cretino quando è arrivato al lavoro indossando calzini di due colori diversi.

χαζολογάω, χαζολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cretino στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.