Τι σημαίνει το considerando στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης considerando στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considerando στο Ιταλικό.
Η λέξη considerando στο Ιταλικό σημαίνει σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ, θεωρώ κπ/κτ ως κτ, λαμβάνω υπόψη, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, βάζω, έχω, θεωρώ, θεωρώ, σκέφτομαι, συνυπολογίζω, σκέφτομαι, βρίσκω, σκέφτομαι, έχω στο νου μου, αναλογίζομαι, θεωρώ, συνυπολογίζω, λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτ, περνάω από το μυαλό κάποιου, υπολογίζω, θεωρώ, εξετάζω, θεωρώ, θεωρώ, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, εξετάζω, ζυγίζω, σταθμίζω, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, δεν θεωρώ δεδομένο, κάποιος που αρνείται προσφορά, σέβομαι, δεδομένων των συνθηκών, αρνούμαι να σκεφτώ κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο, βλέπω τη γενικότερη εικόνα, θεωρώ, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ, αγνοώ, διαγράφω, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, θεωρώ κτ ως ιδανικό, θεωρώ, εξισώνω, εξομοιώνω, βλέπω, θεωρώ κπ υπεύθυνο, ξεγράφω, θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, αγνοώ, παραβλέπω, θεωρώ, βλέπω κπ ως κτ, παραβλέπω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης considerando
σκέφτομαι, αναλογίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Considera le implicazioni di quella scoperta! Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης! |
σκέφτομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai tenuto conto delle conseguenze a lungo termine di questa decisione? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha esaminato le sue possibilità e cosa fare in seguito. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le mie azioni di quel giorno le ritengo un errore. Molti ritengono che il Requiem sia il capolavoro di Mozart. Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avresti dovuto considerare la loro età. Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις. |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θεωρώ κπ/κτ ως κτverbo transitivo o transitivo pronominale (per candidatura, possibilità) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω υπόψηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tenendo conto delle circostanze, il giudice era incline alla clemenza. |
σκέφτομαι, μελετάω, μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo considerare attentamente la questione. Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα. |
βάζω, έχωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti considero tra i miei migliori amici. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo ristorante è considerato il migliore della città. Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo riterrei un grande onore lavorare per te. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνυπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci siamo dimenticati di includere i costi dell'aria condizionata. Ξεχάσαμε να συνυπολογίσουμε το κόστος του κλιματισμού. |
σκέφτομαι(idea, opinione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις; |
βρίσκω(ritenere) (κάτι ή κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trovo la musica moderna piuttosto monotona. Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jerry ha ponderato la proposta di lavoro per molto tempo prima di decidere di accettarla. Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί. |
έχω στο νου μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tieni conto che alle 5 la biblioteca chiude. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο. |
αναλογίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ritengo la televisione una cattiva influenza. Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή. |
συνυπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτverbo intransitivo (seguito da subordinata) Devi tenere conto che stanno ancora imparando. |
περνάω από το μυαλό κάποιου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ti è venuto in mente che lei potrebbe opporsi a questo? Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει; |
υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi mettere in conto due ore per andare all'aeroporto. Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molta gente vede i tatuaggi negativamente. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il presente saggio analizza il ruolo delle donne nelle opere di Shakespeare. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (con aggettivo) (με επίθετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riteneva giusto pagare le tasse. Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considero un mio amico. |
υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È un viaggio di otto ore, senza contare le soste. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore esaminò tutte le possibilità. Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες. |
ζυγίζω, σταθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Philip soppesò i pro e i contro di accettare l'offerta. |
θεωρώ ότι κπ είναι κτverbo transitivo o transitivo pronominale Shani è considerata una brava studentessa. Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια. |
δεν θεωρώ δεδομένοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Considerata la fonte della notizia, non le darei tanto peso. |
κάποιος που αρνείται προσφορά(informale: rifiutare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'amministratore delegato gli ha offerto un incarico prestigioso, ma lui lo ha snobbato. |
σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anziano professore era guardato con rispetto dai suoi colleghi della facoltà. |
δεδομένων των συνθηκώνverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Considerate le circostanze hai fatto tutto il possibile. |
αρνούμαι να σκεφτώ κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono un ottimista: mi rifiuto di considerare la possibilità del fallimento. |
θεωρώ κπ υπεύθυνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τη γενικότερη εικόνα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considerava un eroe. Τον θεωρούσε ήρωα. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il primo ministro ha trascurato i commenti per cui il governo non si era occupato del problema. |
διαγράφω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε. |
θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se qualcuno ti deve del denaro e non te lo dà, puoi cancellare il debito e considerarlo irrecuperabile come una perdita della tua attività. Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου. |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ κτ ως ιδανικόverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bernard ritiene ideale la vita in spiaggia perché ama il surf. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ως κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei la considera un'eccezione alla regola. Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα. |
εξισώνω, εξομοιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κάποιον σαν κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ho sempre considerato come un fratello. Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό. |
θεωρώ κπ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se aveva fatto malissimo all'esame, non lo consideravo spacciato. Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς. |
θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli insegnanti di Alison la consideravano senza speranza. Οι δάσκαλοι της Άλισον τη θεωρούσαν αποτυχημένη και την είχαν ξεγράψει. |
θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγνοώ, παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sicuramente possiamo trascurare la sua opinione: lui non sa mai niente di quello che dice! Μπορούμε σίγουρα να αγνοήσουμε την άποψή του, ποτέ δεν ξέρει τι λέει! |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso a lui come a un mio amico. Τον θεωρώ φίλο μου. |
βλέπω κπ ως κτverbo transitivo o transitivo pronominale Gli studenti considerano il loro professore un esempio. Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο. |
παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considerando στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του considerando
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.