Τι σημαίνει το conservato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conservato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conservato στο Ιταλικό.

Η λέξη conservato στο Ιταλικό σημαίνει φυλάω, κρατάω, κρατάω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, διατηρώ, κρατάω, κρατώ, αποθηκεύω, συντηρώ, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, συντηρώ, διατηρώ, κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο, αποθηκεύω, αφήνω, διατηρώ, συνεχίζω, κρατάω, κρατώ, αποθηκεύω σε σιλό, εξοικονομώ, εξοικονομώ, τοποθετώ, φυλάσσω, εσωκλείω, αποθηκεύω, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, βάζω στην άκρη, αποταμιεύω, βάζω στην άκρη, συντηρώ, μαζεύω, βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα, κρατάω, φυλάω, κρατάω, συνεχίζω, αποταμίευση, κρατάω, φυλάω, βάζω στην άκρη, που έχει διατηρηθεί, διατηρημένος, προστατευμένος, κονσέρβα, αποθηκευμένος, διατηρώ/αποθηκεύω μαζί, έχω υπό έλεγχο, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, διατηρώ κτ σε άλμη, παστώνω, για το αρχείο σου, μένω εκεί, μένω εκεί που είμαι, κάνω κονσέρβα, παστώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conservato

φυλάω, κρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (διατηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non bere tutta l'acqua, dobbiamo conservarne un po’ per domani.
Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο.

κρατάω

(δεν χρησιμοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terrò un po’ di questa marmellata per la prossima estate.
Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.

κρατάω

(mettere da parte) (συντηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teniamo il resto del carbone per quando verrà davvero freddo.
Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα.

φυλάω, κρατάω, διατηρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αποθηκεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene il cibo in scatola in cantina.
Φυλάει την τροφή σε κονσέρβες στο υπόγειο.

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Irene conservò la chiave per il caso in cui ne avesse avuto bisogno in futuro.
Η Ιρέν κράτησε το κλειδί σε περίπτωση που το χρειαζόταν και πάλι μελλοντικά.

αποθηκεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συντηρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (alimenti) (φρούτα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qual è il modo migliore di conservare le fragole?
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να συντηρηθούν οι φράουλες;

κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conserviamo un po’ di contanti in euro in caso di emergenza.

συντηρώ, διατηρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David ha conservato le verdure in salamoia.

κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο

verbo transitivo o transitivo pronominale (cibo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le confezioni devono conservare il cibo fresco più a lungo possibile.

αποθηκεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le giacche di salvataggio sono riposte sotto i sedili.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill organizzò il lavoro in compiti che doveva completare subito e compiti che poteva serbare per dopo.
Ο Μπιλ χώρισε τη δουλειά του σε πράγματα που έπρεπε να κάνει αμέσως και σε πράγματα που μπορούσε να αφήσει για αργότερα.

διατηρώ, συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il villaggio ha mantenuto la tradizione del ballo della festa di maggio.

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim mise da parte due pezzi di torta per sé e Maria da mangiare più tardi, prima di servire il resto agli ospiti.

αποθηκεύω σε σιλό

verbo transitivo o transitivo pronominale (in un silo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοικονομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Facciamo del nostro meglio per risparmiare energia il più possibile.

εξοικονομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È importante risparmiare i combustibili fossili.

τοποθετώ, φυλάσσω, εσωκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le reliquie sono custodite in un piccolo scrigno sull'altare.

αποθηκεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo messo da parte delle patate in cantina come scorta per l'inverno.

κρατάω, φυλάω, διατηρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questi vecchi libri non hanno nessun valore, ma me li tengo perché mi ricordano l'infanzia.

βάζω στην άκρη, αποταμιεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estelle mise da parte qualche panino nel caso in cui le fosse venuta fame nel corso della giornata.

βάζω στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συντηρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel processo di rinnovamento dell'albergo, abbiamo cercato di preservare lo spirito di un secolo di storia.
Κατά την ανακαίνιση του ξενοδοχείου πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την αύρα της 100ετούς ιστορίας του.

μαζεύω

(figurato: serbare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo cominciato a mettere da parte le verdure per l'inverno.
Αρχίσαμε να μαζεύουμε λαχανικά για τον χειμώνα.

βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα

(denaro) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω, φυλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel vuole tenere il meglio per ultimo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλει να φυλάξει το καλύτερο για το τέλος.

κρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono stato licenziato già quattro volte. Non riesco proprio a tenermi un lavoro!
Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά!

συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita mantiene ancora le sue attività di giardinaggio anche se è sull'ottantina.
Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα.

αποταμίευση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In fatto di soldi conservare è altrettanto importante che spendere.

κρατάω, φυλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'atleta ha risparmiato le energie per la fine della corsa.

βάζω στην άκρη

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha messo da parte i soldi che ha vinto alla lotteria invece di spenderli.

που έχει διατηρηθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατηρημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le fragole in conserva hanno fatto un'ottima marmellata.

προστατευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nel museo, c'era una collezione di manufatti conservati del quindicesimo secolo.

κονσέρβα

(cibo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il negozio fa una svendita di pesce in scatola.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τροφές σε κονσέρβα έχουν πολλά συντηρητικά.

αποθηκευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διατηρώ/αποθηκεύω μαζί

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Conservo le mie scarpe tutte insieme in un mobiletto nella mia stanza.
Αποθηκεύω όλα τα παπούτσια μου μαζί σε ένα ντουλάπι στο δωμάτιό μου.

έχω υπό έλεγχο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Assicurati di conservare il controllo della situazione, o saremo davvero nei guai.

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διατηρώ κτ σε άλμη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter sta mettendo il cavolo sottaceto.
Ο Πήτερ φτιάχνει λάχανο τουρσί.

παστώνω

(cibi: con sale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo prosciutto non è cotto, bensì sotto sale.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν.

για το αρχείο σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω εκεί, μένω εκεί που είμαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Resta dove sei finché arrivo.

κάνω κονσέρβα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno conservato molti dei loro peperoni in scatola per l'inverno.
Κονσερβοποίησαν τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα.

παστώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettere gli alimenti sotto sale è uno dei più antichi metodi di conservazione.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conservato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.