Τι σημαίνει το consapevole στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης consapevole στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consapevole στο Ιταλικό.
Η λέξη consapevole στο Ιταλικό σημαίνει έχω τον νου μου,, που ξέρει, που γνωρίζει, σε επαγρύπνηση για κτ, συνειδητός, μορφωμένος, που λαμβάνει υπόψη κτ, που υπολογίζει κτ, που σκέφτεται κτ, που ξέρει κτ, εμπεριστατωμένος, συνειδητός, που έχει επίγνωση, έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου, έχω συναίσθηση, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλά, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, γνωρίζω, που έχει αίσθηση, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ, νιώθω ανασφάλεια για κτ/κπ, αφυπνισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης consapevole
έχω τον νου μου,
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όταν οδηγείς αυτοκίνητο, πρέπει, συνεχώς, να έχεις τον νου σου. |
που ξέρει, που γνωρίζειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε επαγρύπνηση για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I genitori di bambini e adolescenti devono essere consapevoli dei problemi connessi all'uso dei social media. |
συνειδητόςaggettivo invariabile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μορφωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Larry è un uomo ben informato e la sua opinione conta. Ο Λάρυ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και η γνώμη του μετρά. |
που λαμβάνει υπόψη κτ, που υπολογίζει κτ, που σκέφτεται κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Grazie allo yoga, Jean ha imparato a vivere in modo consapevole. Η γιόγκα δίδαξε στη Ζαν να ζει μια προσεκτική ζωή. |
που ξέρει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπεριστατωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Peter voleva prendere una decisione informata su quale università frequentare, perciò fece delle ricerche. Ο Πήτερ ήθελε να πάρει την απόφασή του σχετικά με το πανεπιστήμιο στο οποίο θα πάει έχοντας γνώσει όλων των παραμέτρων και έτσι έκανε την έρευνά του. |
συνειδητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atto di disobbedienza di Steve è stato consapevole. Η ανυπακοή του Στηβ ήταν συνειδητή πράξη. |
που έχει επίγνωσηaggettivo (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Patricia era consapevole della gentilezza che i Jones le stavano mostrando lasciandola rimanere con loro. Η Πατρίσια είχε επίγνωση της καλοσύνης που της έδειχναν οι Τζόουνς επιτρέποντάς της να μένει μαζί τους. |
έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μουaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È rimasta solo poco tempo, consapevole di dover studiare ancora molto prima di andare a letto. |
έχω συναίσθησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chi guida deve sempre essere consapevole delle altre auto sulla strada. Οι οδηγοί πρέπει να έχουν συναίσθηση των άλλων οχημάτων που βρίσκονται στον δρόμο. |
που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωσηaggettivo (πιο επιστημονικός όρος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La consapevolezza di sé è importante se si vogliono correggere i propri difetti. |
που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλάaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πωςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ho fatto l'esame ero consapevole che i miei genitori si aspettavano molto da me. Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
γνωρίζω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pubblico dell'antica Grecia conosceva il tema dell'eroe affetto da una tragica debolezza |
που έχει αίσθησηaggettivo (συνήθως καλό: με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Marnie è una persona sempre informata sulla moda. Η Μάρνι έχει αίσθηση της μόδας. |
αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era conscio di avere persone intorno a sé, ma non le riconosceva. Αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε κόσμος γύρω του, αλλά δεν τους έδινε σημασία. |
αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Diamo continuamente giudizi sulle persone senza esserne consapevoli. |
νιώθω ανασφάλεια για κτ/κπverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era consapevole di avere dei piedi grandi, così evitava di ballare. Ένιωθε ανασφάλεια για τα μεγάλα πόδια του, και έτσι απέφευγε να χορεύει. |
αφυπνισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consapevole στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του consapevole
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.