Τι σημαίνει το conoscenza στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conoscenza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conoscenza στο Ιταλικό.

Η λέξη conoscenza στο Ιταλικό σημαίνει γνώση, δεδομένα, στοιχεία, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις, γνώση, γνώση, ευχέρεια, γνωριμία, γνώση, γνώση, γνώση, γνώση, κατανοώ, καταλαβαίνω, γνωστός, γνωστή, αντίληψη, γνώση, επίγνωση, αντίληψη, γνώση, επίγνωση, έχω γνώση, λιποθυμάω, λιποθυμώ, οικειότητα, στενότητα, σαρκική επαφή, απόκτηση γνώσεων, καλά Αγγλικά, ενορατική γνώση, πρακτική γνώση, βαθιά γνώση, συλλογική σοφία, απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων, αυθόρµητη αναγνωρισιµότητα, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, δεξιότητες χρήσης υπολογιστή, γνωρίζω, έχω τις πληροφορίες, υποπίπτει στην αντίληψη, γνωρίζω, μαθαίνω για κτ, συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου, αφήνω ξερό, αναίσθητος, λιπόθυμος, αντίγραφο, γνωρίζομαι με κπ, συνέρχομαι, κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός, μαθαίνω για κπ/κτ, κοινοποιώ κτ σε κπ, γνωρίζω, ξέρω, μαθαίνω, γνώση από πρώτο χέρι, αυτογνωσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conoscenza

γνώση

sostantivo femminile (γεγονότος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lei ha tenuto segreto al marito di essere a conoscenza della relazione amorosa.
Είχε γνώση για το ειδύλλιο, αλλά το κράτησε μυστικό από τον άντρα της.

δεδομένα, στοιχεία

(πραγματικά στοιχεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Abbiamo molta più conoscenza oggi riguardo ai disturbi del sonno di quanta ne abbiamo mai avuta.
Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα (or: στοιχεία) για τις διαταραχές του ύπνου σε σχέση με παλαιότερα.

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις

sostantivo femminile (θεωρία)

Ha molta conoscenza dell'argomento, ma poca esperienza pratica.
Έχει πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για το θέμα, αλλά ελάχιστη εμπειρία στην πράξη.

γνώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνώση

sostantivo femminile (κατανόηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo psicologo aveva una cognizione profonda della natura umana.
Ο ψυχολόγος είχε βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης.

ευχέρεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conoscenza carente del francese ha reso piuttosto difficile la nuova vita di Barry a Parigi.
Το γεγονός ότι δεν είχε ευχέρεια στα Γαλλικά, έκανε αρκετά δύσκολη τη νέα ζωή του Μπάρυ στο Παρίσι.

γνωριμία

sostantivo femminile (απλή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνώση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua conoscenza delle regole di contabilità l'ha resa un'ottima contabile.
Η γνώση των λογιστικών κανόνων την κατέστησε σπουδαία λογίστρια.

γνώση

(κάποιου θέματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conoscenza della storia moderna può risultare utile per coloro che desiderano intraprendere questo corso di studi.

γνώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai qualche conoscenza in merito alla direzione aziendale?

γνώση

sostantivo femminile (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conoscenza degli altri paesi che ha la maggior parte della gente è limitata.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν περιορισμένες γνώσεις για άλλες χώρες.

κατανοώ, καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti dovevano dimostrare di avere una buona conoscenza degli argomenti della lezione.
ΟΙ μαθητές έπρεπε να δείξουν ότι έχουν πλήρη κατανόηση της ύλης του μαθήματος.

γνωστός, γνωστή

Per me Jon è più un conoscente che un amico.

αντίληψη, γνώση, επίγνωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dale non ha alcuna consapevolezza della gravità della situazione.

αντίληψη, γνώση, επίγνωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia conoscenza non si estende fino a quell'area.

έχω γνώση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λιποθυμάω, λιποθυμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Detti un'occhiata al taglio sanguinolento che avevo sul braccio e svenni.
Έριξα μια ματιά στο ματωμένο κόψιμο στο χέρι μου και λιποθύμησα.

οικειότητα, στενότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαρκική επαφή

sostantivo femminile

Il tentativo di fare conoscenza carnale di una persona con la forza è un crimine.

απόκτηση γνώσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλά Αγγλικά

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Uno dei requisiti per questo tipo di lavoro è una buona conoscenza dell’inglese.

ενορατική γνώση

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alcune donne sembrano avere una conoscenza intuitiva del modo in cui prendersi cura di un neonato. È molto brava con gli animali e sembra avere una conoscenza intuitiva dei loro bisogni.

πρακτική γνώση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho una certa conoscenza pratica in fisica, ma non saprei come spiegare la teoria quantistica. Quei pescatori hanno tantissima conoscenza pratica su come riparare le loro barche.
Έχω κάποια πρακτική γνώση της φυσικής αλλά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω την κβαντική θεωρία.

βαθιά γνώση

sostantivo femminile

συλλογική σοφία

sostantivo femminile

απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυθόρµητη αναγνωρισιµότητα

(μάρκετινγκ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

I bambini rimasero colpiti dalla conoscenza enciclopedica sugli aeroplani del loro nonno.

δεξιότητες χρήσης υπολογιστή

γνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω τις πληροφορίες

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non posso esprimere nessuno giudizio fino a che non sarò a conoscenza dei fatti.

υποπίπτει στην αντίληψη

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La direzione è venuta a conoscenza del fatto che diversi dipendenti usano i computer per giocare ai videogiochi.
Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια.

γνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαθαίνω για κτ

verbo intransitivo

Come è venuto a conoscenza della nostra azienda? Durante la lezione di storia i ragazzi hanno appreso nozioni sul Medio Evo.
Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας.

συνέρχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo la botta in testa c'è voluto tempo per riprendere conoscenza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο.

ανακτώ τις αισθήσεις μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

αφήνω ξερό

(καθομιλουμένη: λιποθυμία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il portiere si è scontrato con l'attaccante e gli ha fatto perdere conoscenza.
Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ.

αναίσθητος, λιπόθυμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντίγραφο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γνωρίζομαι με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

συνέρχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il paziente ha ripreso conoscenza subito dopo l'operazione.
Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση.

κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cloroformio le fece perdere conoscenza.
Το χλωροφόρμιο την κοίμισε.

μαθαίνω για κπ/κτ

verbo intransitivo

Ho appena saputo di tua madre: mi dispiace molto per la tua perdita.

κοινοποιώ κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non dimenticare di mettermi in copia per conoscenza quando invierai a Meera il programma di domani.

γνωρίζω, ξέρω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
So che sei pronto per andare, ma puoi avere ancora un po' di pazienza?
Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ;

μαθαίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με μύησε στα μυστικά του ίντερνετ.

γνώση από πρώτο χέρι

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτογνωσία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conoscenza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.