Τι σημαίνει το bloccato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bloccato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bloccato στο Ιταλικό.

Η λέξη bloccato στο Ιταλικό σημαίνει κρατώ, παγώνω, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, πάγωμα, αναστολή, κάνω μπλοκ άουτ σε κπ, αναγκάζω, υποχρεώνω, παγιδεύομαι, μπλοκάρω, αρπάζω, φράσσω, φράζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, αποκλείω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, διώχνω, απομακρύνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, παίρνω, στερεώνω, κλείνω, ακινητοποιώ, ματαιώνω, αποτρέπω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, συγκρατώ, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, καθυστερώ, επιβραδύνω, περιορίζω, συγκρατώ, δρω ενάντια σε, απαγορεύω, ακινητοποιώ, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθηλώνω, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, εμποδίζω, περιορίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, βουλώνω, φράζω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφίγγω, στερεώνω, παραλύω, καθυστερώ, επιβραδύνω, περιορίζω, καταστέλλω, εμποδίζω, παγιδεύω, εμποδίζω, αποκλείω, περιορίζω, καταπνίγω, καρφιτσώνω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, δένω τα χέρια κάποιου, κλείνω, κολλημένος, που κλείνει με μάνδαλο, που μανδαλώνει, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, που έχει διακοπεί, κλειδωμένος, κολλάω, αποκλεισμένος, σε αδιέξοδο, που έχει κολλήσει, που έχει φρακάρει, παγωμένος από κτ, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, σε ρουτίνα, στη ρουτίνα, που τον έχουν παγώσει, φραγμένος, βουλωμένος, αιχμάλωτος, δέσμιος, που έχει σταματήσει, παγιδευμένος, που παρεμποδίστηκε, θαμμένος, παγωμένος, που δεν έχει αποδεσμευτεί, σανιδώνω, ρίχνω στο κρεβάτι, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ, φράζω, φράσσω, παραλύω, κλειδώνω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, ακινητοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bloccato

κρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho chiesto alla banca di bloccare l'assegno.

παγώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha bloccato i tassi di interesse per evitare un crollo del mercato.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le guardie al confine hanno bloccato il camion.

αποκρούω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il portiere ha fermato il tiro.

πάγωμα

(figurato: sospendere) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναστολή

(di un pagamento) (οικονομία: εκτέλεση συναλλαγής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il congelamento di un assegno fa sì che il denaro non esca dal tuo conto.
Τα χρήματα παραμένουν στον λογαριασμό σας σε περίπτωση που έχει διαταχθεί αναστολή πληρωμής της επιταγής.

κάνω μπλοκ άουτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (pallacanestro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (persona con la forza)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha bloccato l'uomo a terra.
Οι αστυνομικοί έκαναν με τη βία να πέσει στο έδαφος.

παγιδεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono rimasto bloccato per due ore a parlare con lui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες.

μπλοκάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di basket ha bloccato il lancio.
Ο μπασκετμπολίστας μπλόκαρε το σουτ.

αρπάζω

(figurato) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φράσσω, φράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I massi caduti bloccavano la strada.

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha bloccato la via principale per far passare in sicurezza il corteo presidenziale.

αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I manifestanti bloccarono l'ingresso agli uffici del comune.

κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il succo d'arancia ha rovinato il meccanismo del giocattolo.
Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού.

παρεμποδίζω, καθυστερώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'incidente sulla rampa ha bloccato l'accesso all'autostrada per ore.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο παρεμπόδισε την κυκλοφορία για αρκετές ώρες.

διώχνω, απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren cercava di bloccare le immagini nella sua mente.
Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ministro è stato accusato di aver tentato di bloccare i negoziati di pace.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (για μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha bloccato la palla, si è girato e l'ha tirata in rete.

στερεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'equipaggio bloccò (or: stabilizzò) il baglio con supporti e robusti bulloni.
Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I nuovi proprietari di casa hanno murato il vecchio camino.

ακινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli ufficiali di polizia trattennero l'aggressore bloccandogli le braccia dietro la schiena.
Οι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον δράστη δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

ματαιώνω, αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo fu in grado di prevenire l'attentato terroristico usando informazioni di intelligence raccolte dalle spie.

αναχαιτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di football ha intercettato il passaggio in aria.

εμποδίζω

(progetto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cattivo tempo ostacolò seriamente i progressi del progetto.
Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου.

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutto d'un tratto ci fu una raffica di vento e una nuvola scura offuscò il sole.

σταματάω, διακόπτω, αποσύρω

(βάζω τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno interrotto al progetto dopo che il cliente ha smesso di pagare.
Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molly voleva andare a scuola di teatro ma sentiva che i genitori la trattenevano perché si aspettavano che lei diventasse un medico.
Η Μόλι ήθελε να πάει στη δραματική σχολή αλλά ένιωθε ότι οι γονείς της την περιόριζαν γιατί περίμεναν ότι θα γινόταν γιατρός.

εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel era in ritardo al lavoro perché la tempesta lo aveva ostacolato.
Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα.

ανακόπτω, αναχαιτίζω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nemico intercettò un messaggio prima che potesse arrivare a destinazione.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'incompetenza del manager ha ostacolato l'avanzamento del progetto.
Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ.

περιορίζω, συγκρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queste uniformi scolastiche convenzionali inibiscono gli studenti.

δρω ενάντια σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il farmaco contrasta i sintomi ma non cura la patologia.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo ha bocciato la mia proposta di una pausa pranzo più lunga.

ακινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Jenny guardò il film horror restò immobilizzata dalla paura.

παρεμποδίζω, παρακωλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdere il lavoro mi ha proprio bloccato.
Πραγματικά με πήγε πίσω το ότι έχασα την δουλειά μου.

καθηλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto ha scaraventato il ladro a terra e lo ha immobilizzato fino all'arrivo dei rinforzi.
Ο αστυνομικός ακινητοποίησε τον ληστή και τον καθήλωσε μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις.

κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμποδίζω, περιορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Crediamo che la politica economica del governo abbia soffocato il risanamento.

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aveva bloccato l'uscita per non farci andar via.
Μπλόκαρε την έξοδο και έτσι δε μπορούσαμε να φύγουμε.

εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sento ingabbiato da tutte queste regole.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα.

κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore puoi bloccare il sedile della macchina in modo che non se ne vada a spasso?

βουλώνω, φράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Versare del grasso fuso giù per il lavandino intasa le tubature. Il traffico dell'ora di punta ha bloccato l'autostrada.
Οι σωλήνες της αποχέτευσης θα φράξουν (or: βουλώσουν), εάν αδειάσεις εκεί λιωμένο λίπος.

στερεώνω, ασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fissa bene gli sci al portapacchi.
Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής.

σφίγγω, στερεώνω

(con una morsa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fissa la sabbiatrice all'angolo del piano di lavoro.
Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας.

παραλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: πχ τις συγκοινωνίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acqua alta ha bloccato i camion che stavano portando le provviste.
Η υψηλή στάθμη του νερού ακινητοποίησε τα φορτηγά που προσπαθούσαν να φέρουν εφόδια.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le manette intralciavano il fuggitivo che è stato ricatturato in poco tempo.
Οι χειροπέδες επιβράδυναν τον δραπέτη και έτσι πιάστηκε γρήγορα.

περιορίζω, καταστέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a cose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutte queste regole stanno reprimendo la mia creatività.

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La legge non permetterà al denaro di ostacolare la giustizia.

παγιδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era intrappolato sotto un muro che era crollato.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πέτρες που κύλησαν μπροστά στο άνοιγμα την παγίδευσαν στη σπηλιά.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno bloccato l'intera zona e hanno detto agli abitanti di stare lontani.

περιορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo ha limitato le ore di straordinari permesse ogni settimana.
Ο προϊστάμενος περιόρισε τον αριθμό των υπερωριών που επιτρέπονται κάθε εβδομάδα.

καταπνίγω

(figurato: bloccare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il blocco ha tagliato i rifornimenti di carburante e di cibo nella regione.

καρφιτσώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta sta fissando l'orlo del vestito.
Η μοδίστρα καρφιτσώνει το στρίφωμα του φορέματος.

παρεμποδίζω, εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fumo arresta la crescita.
Το κάπνισμα καθυστερεί την ανάπτυξή.

δένω τα χέρια κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non immobilizzare mai chi sta avendo una crisi epilettica.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (το δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voleva raggiungere casa ma la polizia gli ha sbarrato la strada.
Προσπάθησε να φτάσει στο σπίτι του, αλλά οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο.

κολλημένος

(generico)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Abbiamo dovuto chiedere a un contadino di venire col trattore per aiutarci a muovere la macchina bloccata. // Il gatto era bloccato su un albero.

που κλείνει με μάνδαλο, που μανδαλώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει διακοπεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le ruote bloccate fecero sbandare la macchina.

κολλάω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έχω κολλήσει σε αυτή την ερώτηση. Ξέρεις την απάντηση;

αποκλεισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gli autisti delle auto bloccate dovettero passare la notte in macchina aspettando che la strada venisse liberata.

σε αδιέξοδο

aggettivo (lavoro senza progressi)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει κολλήσει, που έχει φρακάρει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi si è incastrata la cerniera del cappotto.

παγωμένος από κτ

(figurato: per paura, shock) (μεταφορικά)

Il volto del ragazzo era pietrificato dalla paura.

σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος

aggettivo (κίνηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando abbiamo visto l'incidente abbiamo capito perché il traffico era bloccato.

σε ρουτίνα, στη ρουτίνα

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ero bloccato e pensavo di non riuscire a uscire da lì.

που τον έχουν παγώσει

aggettivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti i beni del politico furono congelati quando fu arrestato per violazione dei diritti umani.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πολιτικού πάγωσαν όταν συνελήφθη για κατάχρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

φραγμένος, βουλωμένος

aggettivo (σωλήνα, κτλ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lo scarico era intasato da un grumo di capelli.

αιχμάλωτος, δέσμιος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheryl era bloccata in quella lunga riunione.

που έχει σταματήσει

aggettivo (processo produttivo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo studio sta negoziando con i sindacati allo scopo di ricominciare le riprese del film bloccato.
Το στούντιο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την επανεκκίνηση των γυρισμάτων που είχαν διακοπεί.

παγιδευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I minatori intrappolati aspettavano i soccorsi.

που παρεμποδίστηκε

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θαμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'alpinista sepolto sotto la neve fu soccorso.

παγωμένος

aggettivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mark aveva un sorriso congelato sulle labbra.
Ο Μαρκ είχε ένα παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

που δεν έχει αποδεσμευτεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σανιδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω στο κρεβάτι

verbo transitivo o transitivo pronominale (malattia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una brutta influenza può bloccarti a letto per giorni interi.

κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (di strada, passaggio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia bloccò la strada per via di un brutto incidente.
Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος.

φράζω, φράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcosa sta ostruendo lo scarico.
Κάτι έχει βουλώσει το σιφόνι.

παραλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (computer) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se inserisci la password sbagliata per tre volte, il sito internet ti blocca l'accesso.
Αν πληκτρολογήσεις τον μυστικό κωδικό τρεις φορές λάθος, ο ιστότοπος σε κλειδώνει.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sistema ti bloccherà l'accesso al sito se rispondi in modo errato alla domanda di sicurezza.

ακινητοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto bloccò il criminale a terra.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bloccato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.