Τι σημαίνει το attacco στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attacco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attacco στο Ιταλικό.

Η λέξη attacco στο Ιταλικό σημαίνει στερεώνω, συνδέω, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι λεκτικά, κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ, αρχίζω να παίζω, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, όρμα, πλήττω, επιτίθεμαι, σύνδεση, επιτίθεμαι, γίνομαι επιθετικός, επιτίθεμαι με κοντάρι, βάζω κτ μαζί, κατασπαράζω, παρενοχλώ, κολλάω, κολλώ, επιτίθεμαι σε κπ, αρπάζω, επιτίθεμαι σε, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός, επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ, κρεμάω, κρεμώ, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, καρφώνω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, μεταδίδω, προσδένω, δένω, χτυπάω, χτυπώ, κατακρίνω, επικρίνω, θάβω, κρίση, επίθεση, κατάσταση όπου ο επιτιθέμενος έχει ξεφύγει από τους αμυντικούς και τον χωρίζει μόνο ο τερματοφύλακας, κρίση, επίθεση, κριτική, λεκτική επίθεση, παροξυσμός, επίθεση, επίθεση, κρίση, μπροστά, γραμμή, έφοδος, επίθεση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επιθετικότητα, εριστικότητα, επίθεση, παροξυσμός, ξυλοδαρμός, αιφνίδια έφοδος, επιδρομή, ξαφνικό αίσθημα, κρίση, επίθεση, επίθεση, έκρηξη, επίθεση, συνδέω, κολλάω, εστιάζω, τα χώνω, πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attacco

στερεώνω

(έμφαση στο στήριγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie ha attaccato un appunto per la maestra sulla manica del figlio, così non si sarebbe dimenticato.
Η Τζέιμι έβαλε (or: τοποθέτησε) στο μανίκι του γιου της ένα σημείωμα για τη δασκάλα του, ώστε να μην το ξεχάσει.

συνδέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nella fase finale del rammendo la sarta ha attaccato i bottoni al vestito.
Η μοδίστρα έβαλε τα κουμπιά στο τελευταίο στάδιο της επιδιόρθωσης του φορέματος.

επιτίθεμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joyce stava accarezzando il gatto quando l'ha aggredita all'improvviso.
Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.

επιτίθεμαι

(verbalmente) (όχι βία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι λεκτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (a parole)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ

επιτίθεμαι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Uno degli uomini attaccò Ed con un coltello.

αρχίζω να παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica: iniziare a suonare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'orchestra attaccò un valzer vivace.
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς.

σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε

(etichette, contrassegni, cartellini)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo apparecchio attacca le etichette in modo che ciascuna bottiglia sia chiaramente contrassegnata.

όρμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (usato all'imperativo) (προστακτική: σε σκύλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attaccalo, ragazzo!

πλήττω

(animali)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'orso ha attaccato senza segnali di avvertimento.

επιτίθεμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (criticare severamente) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il candidato ha attaccato ferocemente l'avversario.
Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της.

σύνδεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιτίθεμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (pugilato) (κάνω επίθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il boxer ha attaccato con un gancio di sinistro.
Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του.

γίνομαι επιθετικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Certa gente attacca verbalmente quando è nervosa.

επιτίθεμαι με κοντάρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cavaliere incitò il cavallo e attaccò il suo avversario con la lancia.

βάζω κτ μαζί

verbo transitivo o transitivo pronominale (cavalli, ecc.)

L'agricoltore attaccò due muli perché tirassero l'aratro.

κατασπαράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici attaccarono l'ultimo film del regista.

παρενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I guerriglieri attaccavano continuamente le linee di rifornimento degli invasori.

κολλάω, κολλώ

(κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, attacca il poster sull'altro lato della porta.

επιτίθεμαι σε κπ

αρπάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του.

επιτίθεμαι σε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ci siamo rifiutati di consegnare i portafogli, ci hanno assalito con delle mazze da baseball.
Όταν αρνηθήκαμε να δώσουμε τα πορτοφόλια μας, μας επιτέθηκαν με δύο ρόπαλα του μπέιζμπολ.

τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate ha attaccato suo marito per essere arrivato in ritardo.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Un serpente attorcigliato attacca qualsiasi cosa che lo minacci.
Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί.

γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dopo che Tony lo aveva preso in giro per più di un'ora, Pete alla fine lo attaccò.
Αφού ο Τόνι τον πείραζε για παραπάνω από μία ώρα, ο Πιτ τελικά έγινε επιθετικός.

επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: verbalmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il politico è stato costantemente attaccato dai suoi avversari durante i discorsi pubblici.
Οι αντίπαλοι του πολιτικού του επιτίθενται συνεχώς λεκτικά στις δημόσιες ομιλίες.

κρεμάω, κρεμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa ne dici di attaccare lo specchio su quel muro?
Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο;

επιτίθεμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ladri hanno attaccato la vittima quando sono stati disturbati.
Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν.

επιτίθεμαι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'attrice ha attaccato i critici, li accusa di avere frainteso la sua performance.

συνδέω, ενώνω, συνενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attacchiamo i pezzi del modellino dell'aeroplano con la colla.
Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα.

καρφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con picchetto o piolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy ha fissato la tenda al terreno.
Η Γουέντυ στερέωσε τη σκηνή στο έδαφος με πασσάλους.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

L'esercitò ha attaccato il nemico.

μεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'epatite può essere trasmessa attraverso il cibo o l'acqua.
Η ηπατίτιδα μεταδίδεται μέσω της τροφής ή του νερού.

προσδένω, δένω

(ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prego allacciare le cinture di sicurezza prima del decollo.
Παρακαλούμε προσδέστε (or: δέστε) τις ζώνες ασφαλείας σας πριν την απογείωση.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατακρίνω, επικρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ: κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally ha iniziato a criticare i colleghi, e a loro la cosa non piace.

κρίση

sostantivo maschile (patologia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per gli anziani riprendersi da un attacco di influenza può richiedere molto tempo.
-

επίθεση

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attacco è continuato per dodici ore prima della resa del nemico.
Η επίθεση διήρκεσε δώδεκα ώρες πριν παραδοθεί ο εχθρός.

κατάσταση όπου ο επιτιθέμενος έχει ξεφύγει από τους αμυντικούς και τον χωρίζει μόνο ο τερματοφύλακας

(hockey: situazione) (χόκεϋ επί πάγου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jennifer segnò in fase attacco e vince la gara.

κρίση

sostantivo maschile (di panico, ecc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ogni volta che vedo un'auto della polizia, mi viene un attacco d'ansia.
Όποτε βλέπω ένα περιπολικό της αστυνομίας, με πιάνει κρίση άγχους.

επίθεση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La recente violenza contro una minoranza è un attacco alla nostra società nella sua interezza.

κριτική

sostantivo maschile (figurato, verbale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono i miei soldi, quindi non voglio sentire i tuoi attacchi su come li spendo.

λεκτική επίθεση

(verbale)

παροξυσμός

sostantivo maschile (malattia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho avuto un attacco di diarrea ieri sera.
Είχα μια κρίση διάρροιας χτες βράδυ.

επίθεση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La squadra ha fatto un attacco di sorpresa dopo il goal della squadra avversaria.
Η επίθεση της ομάδας στο τέρμα εξέπληξε τους αντιπάλους τους.

επίθεση

sostantivo maschile (sport) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attacco è andato forte nel primo tempo, ma poi ha perso colpi.
Η επίθεση ήταν πολύ καλή στο πρώτο ημίχρονο, αλλά μετά έπεσε.

κρίση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto un brutto attacco di tosse.

μπροστά

(sport)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γραμμή

sostantivo maschile (football americano: linea d'attacco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gioca in attacco e protegge il quarterback.
Παίζει στην επιθετική γραμμή και προστατεύει τον αμυντικό.

έφοδος

(militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attacco di Pickett è stato un importante evento della Guerra civile americana.

επίθεση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attacco militare ha ucciso tre persone.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

επιθετικότητα, εριστικότητα

(atto di guerra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παροξυσμός

(ιατρική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξυλοδαρμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il bullo è stato punito per aver pestato alcuni ragazzi più giovani.

αιφνίδια έφοδος, επιδρομή

(militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le truppe nemiche fecero un'incursione improvvisa nel nostro campo.

ξαφνικό αίσθημα

Provò una fitta di rimorso quando si rese conto di che cosa aveva fatto.

κρίση

(spec. epilettica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda soffre di epilessia e a volte ha delle crisi.
Η Λίντα πάσχει από επιληψία και μερικές φορές έχει κρίσεις.

επίθεση

(σε πόλεμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το πεζικό ξεκίνησε επίθεση κατά των χαρακωμάτων τους.

επίθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'assalto subito da Carrie l'ha lasciata ferita e insanguinata.
Μετά την επίθεση η Κάρυ ήταν μέσα στις μελανιές και τα αίματα.

έκρηξη

sostantivo maschile (ira, panico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίθεση

(verbale) (λεκτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνδέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bambini hanno attaccato i ganci agli ornamenti prima di metterli sull'albero di Natale.
Τα παιδιά έβαλαν γαντζάκια στα στολίδια πριν τα κρεμάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

κολλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora attacco questo avviso alla bacheca.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

εστιάζω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα χώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I lavoratori licenziati hanno criticato il loro ex superiore sulla stampa.

πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα

(με κάποιον, σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attacco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.