Τι σημαίνει το irritante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης irritante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του irritante στο Ιταλικό.

Η λέξη irritante στο Ιταλικό σημαίνει εκνευριστικός, ενοχλητικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ερεθιστικός, εξοργιστικός, ενοχλητικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, σκληρός, βάναυσος, ενοχλητικός, εκνευριστικός, γκρίνια, ενοχλητικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ερεθιστικός, ενοχλητικός, που μου προκαλεί φαγούρα, ενοχλητικός, εκνευριστικός, κοροϊδευτικός, ενοχλητικός, τσατίζω, νευριάζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, εκνευρίζω, νευριάζω, τσαντίζω, τσούζω, εκνευρίζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, κάνω κπ να θυμώσει, ενοχλώ, εκνευρίζω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, εκνευρίζω, ενοχλώ, φαγουρίζω, ξύνω, ταράζω, αναστατώνω, φαγουρίζω, ξύνω, ενοχλώ, νευριάζω, εκνευρίζω, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, θυμώνω, ενοχλώ, πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, τσαντίζω, προσβάλω, δυσαρεστώ, χτυπάω, χτυπώ, πειράζω, γίνομαι εκνευριστικός, προκαλώ, προκαλώ, δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ, δημιουργώ πικρία σε κπ, ενοχλώ, δηλητηριώδες φυτό, εξοργίζοντας, εξαγριώνοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης irritante

εκνευριστικός, ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vederti mangiare le unghie è proprio irritante!

ερεθιστικός

(per la pelle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξοργιστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È irritante che non chiariscano mai i termini tecnici.
Είναι εξοργιστικό το ότι ποτέ δεν εξηγούν τους τεχνικούς όρους.

ενοχλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dover cambiare autobus tre volte per andare a lavorare è seccante.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sconfitta della squadra fu fastidiosa, considerato che avevano lavorato così duramente per andare al torneo.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Louise non poteva più ignorare il suono irritante dei lavori del vicino.

ερεθιστικός, εκνευριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυσάρεστος, ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo attacco d'ira ha avuto un effetto sgradevole su di noi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το ξέσπασμα της οργής του είχε δυσάρεστο αντίκτυπο πάνω μας.

σκληρός, βάναυσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa diventare intrattabile se non si fa a suo modo.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il rumore costante del traffico era fastidioso.
Ο διαρκής θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν ενοχλητικός (or: εκνευριστικός).

γκρίνια

aggettivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando si organizza un matrimonio, si deve prestare attenzione a migliaia di dettagli seccanti.

ενοχλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενοχλητικός, εκνευριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sto pensando di cambiare lavoro perché quella là è tremendamente seccante.

ερεθιστικός, ενοχλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo maglione è un po' irritante se indossato a contatto con la pelle.

που μου προκαλεί φαγούρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non posso indossare il mio nuovo maglione perché mi fa prurito.
Δε μπορώ να βάλω το νέο μου πουλόβερ γιατί με τρώει πολύ.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua voce fastidiosa mi irrita davvero.

κοροϊδευτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli altri bambini ripeterono il ritornello fastidioso finché Alison scoppiò in lacrime.

ενοχλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσατίζω, νευριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενοχλώ, εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκνευρίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il discorso del politico ha eccitato la folla.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος και τους έφερε σε παραλήρημα. Είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά.

τσαντίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσούζω

(figurato) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devi ripetere l'anno? Deve bruciare parecchio!

εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκνευρίζω, ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sorriso compiaciuto di Bob non fa altro che irritarmi!

κάνω κπ να θυμώσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua risposta l'ha irritato.
Η απάντησή της τον εξόργισε.

ενοχλώ, εκνευρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il critico infastidì l'autore con insulti meschini.

τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα.

εκνευρίζω, ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voce stridente della donna mi dava fastidio.

φαγουρίζω, ξύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo maglione graffia davvero!

ταράζω, αναστατώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scatto di Ben irritò parecchio Steve.

φαγουρίζω, ξύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'etichetta di questa maglia mi irrita, devo tagliarla.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bobby mi ha irritato tutto il giorno, devo stargli lontana!

νευριάζω, εκνευρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il costante brontolio di suo marito iniziava a dare ai nervi a Olga.
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

θυμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente che salta la coda mi irrita.
Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν.

πειράζω, ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκνευρίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era un uomo grande e grosso, quindi non volevo farlo arrabbiare.
Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δεν ήθελα, λοιπόν, να τον εκνευρίσω (or: νευριάσω).

τσαντίζω

(καθομιλουμένη: κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσβάλω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσαρεστώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(μεταφορικά: κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα παπούτσια της Έλεν ήταν πολύ στενά και τη χτυπούσαν στα πόδια.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σταμάτα να πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!

γίνομαι εκνευριστικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
L'insegnante stava parlando da un'ora e la sua voce acuta iniziava a dare fastidio.
Η δασκάλα μιλούσε επί μία ώρα και η τσιριχτή φωνή της άρχιζε να γίνεται εκνευριστική.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le feste chiassose a tarda notte irriteranno i tuoi vicini.
Τα θορυβώδη πάρτυ τη νύχτα θα προκαλέσουν τους γείτονές σου.

προκαλώ

(μτφ: αντιτίθεμαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy ha un caratteraccio, quindi cerca di non contrariarla.

δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ, δημιουργώ πικρία σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anni spesi in lavori pagati poco e non appaganti avevano inasprito Gillian.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'odore mi dà fastidio al naso.

δηλητηριώδες φυτό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Imparare a riconoscere le piante irritanti è molto utile per tutti gli escursionisti.

εξοργίζοντας, εξαγριώνοντας

locuzione avverbiale

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του irritante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.