Τι σημαίνει το vicini στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vicini στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vicini στο Ιταλικό.

Η λέξη vicini στο Ιταλικό σημαίνει κοντά, κοντά, κοντά, γείτονας, γειτόνισσα, κοντινός, πλησίον, κοντινός, όμοιος, παρόμοιος, όμοιος, κοινός, ορατός, πλησίον, γειτονικός, κοντά, κοντά, που πλησιάζει, που προσεγγίζει, επικείμενος, κοντά, διπλανός, κοντά, διπλανός, γειτονικός, που συνορεύει, επερχόμενος, επικείμενος, επικείμενος, ερχόμενος, κοντά ο ένας στον άλλο, σχετικά κοντινός, πλησιέστερος, κοντινότερος, παντρεύω, πιο κοντά, κοντινότερος, πλησιέστερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, παράλιος, κοντά και μακριά, αρκετά κοντά σε σχέση με, αρκετά κοντινός, πολύ κοντά στην αλήθεια, παραλιακός, στην περιοχή, εδώ γύρω, κοντά στη γη, από κοντά, κοντά σε, σχετικά κοντινός σε, περίπου, Σε συμπονώ, κοντά στην προθεσμία, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, διπλανός, που βοηθάει το διπλανό του, διπλανός, κοντινότερο σημείο εστίασης, η πιο κοντινή πλευρά, Εγγύς Ανατολή, βαλτότοπος, δίπλα σε, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, δίπλα σε κτ/κπ, μακριά από, που απέχει πολύ από, κοντά σε κτ, μένω κοντά σε κπ/κτ, κοιτάζω προσεκτικά, έχω κπ/κτ κοντά μου, εξετάζω προσεκτικά, αρκετά κοντά έτσι ώστε, κοντινότερος, πλησιέστερος, ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος, στην παραλία, ακτή, πιο κοντά, στην περιοχή μου, κοντά σε, δίπλα σε, δίπλα σε, πλησιάζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, δεν απομακρύνομαι, περνάω, περνώ, μένω πιστός σε κπ, κοντινότερος, πιο κοντά, συντομότερα, γείτονας, κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ, κοντά σε, κοντά, σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι, φτάνω τα, κοντεύω τα, κοντινότερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, είμαι έτοιμος να, σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vicini

κοντά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ci ha fatto segno di andare più vicino.
Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Κάθε φορά που ο Ρίτσαρντ ταξίδευε στη γύρω περιοχή για δουλειά επισκεπτόταν την οικογένειά του.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι δυο τους χόρευαν κολλητά όλη νύχτα.

γείτονας, γειτόνισσα

(di casa)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ci siamo appena trasferiti qui, perciò non abbiamo ancora incontrato i vicini.
Μόλις μετακομίσαμε και έτσι δεν έχουμε γνωρίσει ακόμη τους γείτονες.

κοντινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim frequentava una scuola vicina.
Ο Τζιμ πήγαινε σε ένα γειτονικό σχολείο.

πλησίον

avverbio (καθαρεύουσα: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stavamo arrivando vicino alle sorgenti del Nilo.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν υπάρχουν καταστήματα στη γύρω περιοχή του Τζιμ και έτσι πρέπει να πάρει το αμάξι για να πάει για ψώνια.

όμοιος, παρόμοιος

aggettivo (figurato: simile, associabile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua filosofia è vicina a quella di Roger, che è stato suo professore e mentore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

όμοιος, κοινός

aggettivo (figurato: unito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I loro punti di vista riguardo alla storia sono molto vicini.

ορατός

aggettivo (in senso temporale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό.

πλησίον

aggettivo (καθαρεύουσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pentitevi, o peccatori! La fine del mondo è vicina.
Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει.

γειτονικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La città vicina è a sole due miglia di distanza.

κοντά

aggettivo (figurato) (μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uva sta maturando, il tempo della vendemmia è vicino.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tieni il telefono vicino, se mai dovesse chiamare.
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

που πλησιάζει, που προσεγγίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η καταιγίδα που πλησίαζε έκανε σύντομα τον ουρανό μαύρο.

επικείμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"La guerra nucleare è imminente!" c'era scritto sui volantini gialli e neri.
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

κοντά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Attento, i pulsanti "modifica" e "cancella" sono pericolosamente vicini!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

διπλανός

aggettivo

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Parli di quella casa gialla a due piani oppure di quella vicina?
Εννοείς το κίτρινο διώροφο σπίτι ή το δίπλα;

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matt andò più vicino per avere una migliore visione del quadro.

διπλανός, γειτονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non ci sono posti liberi qui, provate a controllare nel complesso adiacente.

που συνορεύει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'Alabama e la Georgia sono stati confinanti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Αλαμπάμα και η Τζόρτζια είναι όμορες πολιτείες.

επερχόμενος, επικείμενος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kyle è andato a fare provviste per gli imminenti eventi.
Ο Κάυλ πήγε να αγοράσει μερικές προμήθειες για τις προσεχείς εκδηλώσεις.

επικείμενος, ερχόμενος

aggettivo (χρόνος: πολύ σύντομα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il giornale contiene parecchi articoli sul prossimo G8.
Η εφημερίδα περιέχει αρκετά άρθρα για την επικείμενη (or: προσεχή) συνάντηση κορυφής των G8.

κοντά ο ένας στον άλλο

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se non avesse gli occhi così ravvicinati, sarebbe persino bello.

σχετικά κοντινός

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιέστερος, κοντινότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stazione di servizio più vicina è a un miglio da qui.

παντρεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel suo immaginario tecnologia e design di effetto dovrebbero andare di pari passo.
Κατά τη γνώμη του, τα τεχνολογικά προϊόντα θα πρέπει να συνδυάζουν αρμονικά και έναν ωραίο σχεδιασμό.

πιο κοντά

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Adam era seduto più vicino al muro che alla ragazza con cui usciva.

κοντινότερος, πλησιέστερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dammi il libro più vicino alla penna.

πλησιέστερος, κοντινότερος

aggettivo (superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dov'è la farmacia più vicina?
Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;

παράλιος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντά και μακριά

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mettere a fuoco la macchina fotografica può essere un problema negli scatti in cui gli oggetti sono vicini e lontani.

αρκετά κοντά σε σχέση με

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono abbastanza vicino a Sara per capire a pieno i suoi sentimenti.

αρκετά κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ κοντά στην αλήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραλιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Io compro le verdure in zona, così sono più genuine.

εδώ γύρω

(informale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'è un ufficio postale da queste parti o devo andare nel prossimo villaggio?

κοντά στη γη

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'elicottero rimase sospeso vicino al suolo per qualche minuto prima di prendere finalmente il volo.

από κοντά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοντά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Non so dove sia la piscina. È vicina al centro sportivo?

σχετικά κοντινός σε

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il parco non è lontano da qui: continua su questa strada e poi svolta a sinistra.
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

περίπου

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Σε συμπονώ

(figurato: compatire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντά στην προθεσμία

locuzione aggettivale (progetto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο

sostantivo femminile (οδηγός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλανός

sostantivo maschile (σε μεταφορικό μέσο)

που βοηθάει το διπλανό του

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È importante essere dei buoni vicini, consapevoli di come influenziamo la comunità in cui viviamo.
Είναι σημαντικό να βοηθάς τον διπλανό σου και να αναγνωρίζεις την επίδραση που έχει κάθε άνθρωπος στην κοινότητα που ζούμε.

διπλανός

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il vicino della porta accanto mi sveglia sempre con la sua musica forte.
Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα.

κοντινότερο σημείο εστίασης

sostantivo maschile (vista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η πιο κοντινή πλευρά

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Εγγύς Ανατολή

sostantivo maschile

βαλτότοπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale

Tengo una torcia elettrica di fianco al mio letto.
Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου.

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non vorrei mai abitare vicino a uno stadio.

δίπλα σε κτ/κπ

aggettivo

La casa vicina al campo di golf ha una grande vista sul fairway.
Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα.

μακριά από, που απέχει πολύ από

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La banca non è per niente vicino alla biblioteca.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

κοντά σε κτ

Il forno è vicino al negozio di alimentari.

μένω κοντά σε κπ/κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando saremo al concerto resta vicino a me, non voglio che tu ti perda.

κοιτάζω προσεκτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Se guardi attentamente, noterai i bei motivi sulle ali della farfalla.

έχω κπ/κτ κοντά μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire ha deciso di lavorare da casa per tenere vicini i suoi figli.

εξετάζω προσεκτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'agente esaminò la prova molto da vicino.

αρκετά κοντά έτσι ώστε

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ero abbastanza vicino da toccarlo.

κοντινότερος, πλησιέστερος

aggettivo (nel tempo) (χρονικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il matrimonio di Jeff è più vicino di quanto tu non pensi, quindi ricordati di comprargli un regalo.
Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο.

ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος

aggettivo (χρονικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Di tutti i miei parenti il compleanno di mia mamma è il più vicino al mio.

στην παραλία, ακτή

locuzione avverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιο κοντά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στην περιοχή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piace fare la spesa vicino casa per supportare i negozietti locali.

κοντά σε, δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale

Porta la bicicletta vicino a te.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

δίπλα σε

Il bagno accanto alla camera principale è dotato di una doccia e di una vasca idromassaggio.

πλησιάζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (fisicamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando si avvicinarono, capii che non erano soldati.

δεν απομακρύνομαι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina ha detto ai gemelli di restare vicini mentre attraversavano la strada trafficata.

περνάω, περνώ

(από κάτι, μπροστά από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È difficile passare davanti a uno specchio senza guardarsi nel riflesso.
Είναι δύσκολο να περάσεις από έναν καθρέφτη χωρίς να κοιτάξεις το είδωλό σου.

μένω πιστός σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lei è stata una buona amica che mi è sempre stata vicina sia nei momenti belli che in quelli brutti.
Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα.

κοντινότερος

aggettivo (superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
So che nessuno di questi è il colore che volevi, ma qual è quello più simile?
Ξέρω ότι κανένα από αυτά δεν είναι το χρώμα που ήθελες, αλλά ποιο είναι το κοντινότερο;

πιο κοντά

aggettivo (μεταφορικά: σε κπ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi sento più vicino a te che a chiunque altro.
Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε.

συντομότερα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γείτονας

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il nostro paese si trova in una buona posizione con i nostri amichevoli paesi vicini al nord e al sud.
Η χώρα μας έχει καλή σχέση με τις φιλικές γείτονες χώρες στον βορρά και τον νότο.

κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ

preposizione o locuzione preposizionale

C'è una fontanella vicino al campo da tennis.
Υπάρχει ένας καταψύκτης κοντά στο γήπεδο του τένις.

κοντά σε

Ha trovato una moneta vicino ai suoi piedi. La mia scuola è vicina a casa mia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντά

preposizione o locuzione preposizionale (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La banca è accanto all'ufficio postale.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lauren era sul punto di morire dopo aver contratto il morbillo.

φτάνω τα, κοντεύω τα

(una determinata età)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia nonna ha quasi novant'anni ma fa ancora una lunga passeggiata ogni giorno.

κοντινότερος, πλησιέστερος

aggettivo (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le due ragazze più giovani andavano d'accordo perché erano le più vicine in età.

κοντινότερος, πλησιέστερος

aggettivo (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy è più vicina in età ai suoi cugini che ai fratelli.

κοντινότερος, πλησιέστερος

aggettivo (μτφ: χρώματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sto cercando il colore più simile al verde originale.

είμαι έτοιμος να

(κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η καημένη η γυναίκα έμοιαζε να είναι στο τσακ να βάλει τα κλάματα.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hanno comprato una casa sulla riva di un lago.
Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vicini στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.