Τι σημαίνει το venditore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης venditore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του venditore στο Ιταλικό.

Η λέξη venditore στο Ιταλικό σημαίνει πωλητής, πωλήτρια, πλασιέ, έμπορος, πωλητής, πωλήτρια, ντίλερ, έμπορος, πωλητής, εκπρόσωπος, πωλητής, πωλητής, πωλήτρια, έμπορος, άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ, μεσίτης, μεσίτρια, ιχθυοπώλης, πουλάω, πουλώ, γυρολόγος, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια, αυτός που κάνει τηλεπωλήσεις, αυτός που κάνει τηλεμάρκετινγκ, έμπορος σιδηρικών, προμηθευτής πάγου, ενοχλητικός πωλητής, επίμονος πωλητής, έμπορος, πωλητής πόρτα πόρτα, έμπορος καμηλών, πωλητής αυτοκινήτων, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια, πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκών, εγγύηση του πωλητή, κατασκευαστής γαντιών, γουναράς, πλανόδιος πωλητής, πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων, κατάστημα με στολές και κουστούμια, πωλητής πακέτων διακοπών κλπ, έμπορος ανδρικών ενδυμάτων, κράχτης, υπαίθριος πωλητής, πωλητής μηχανών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πωλητής πλασιέ, -κάπηλος, ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλάστρια, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια, διαλαλώ, επίμονος πωλητής, επίμονη πωλήτρια, έμπορος που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο, εφημεριδοπώλης, εφημεριδοπώλισσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης venditore

πωλητής, πωλήτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Prima di accettare di comprare la casa, Peter e Wendy chiesero al venditore se la moquette e le tende erano incluse nel prezzo.

πλασιέ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
C'è qui un venditore che chiede della padrona di casa.
Είναι εδώ ένας πλασιέ που ζητά να δει την κυρία του σπιτιού.

έμπορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι έμποροι συγκεντρώθηκαν για ένα συνέδριο σχετικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

πωλητής, πωλήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
L'agente immobiliare contattò il venditore per alcune domande dell'acquirente.
Ο μεσίτης επικοινώνησε με τον πωλητή για να του κάνει ορισμένες ερωτήσεις εκ μέρους του αγοραστή.

ντίλερ

sostantivo maschile (di merce usata)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

έμπορος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il venditore ha un nuovo prodotto disponibile.

πωλητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il loro venditore ha un appuntamento per passare da noi la settimana prossima.

εκπρόσωπος

(commerciale) (πωλήσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ένας εκπρόσωπος θα σας καλέσει όποτε σας βολεύει.

πωλητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il venditore mi ha mostrato diverse auto, ma erano tutte troppo care.
Ο πωλητής μου έδειξε αρκετά αμάξια, αλλά ήταν όλα πολύ ακριβά.

πωλητής, πωλήτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il commesso ha aiutato il cliente a scegliere e acquistare il prodotto di cui aveva bisogno.

έμπορος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La mia azienda sta assumendo venditori, ne conosci qualcuno?

μεσίτης, μεσίτρια

(ακίνητα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Laura ha telefonato all'agente che si occupa della sua assicurazione automobilistica.

ιχθυοπώλης

(desueto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il pescivendolo oggi ha gamberi freschi.

πουλάω, πουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ambulante è stato multato per aver venduto in strada senza licenza.

γυρολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

sostantivo maschile

Un venditore ambulante stava cercando di vendere orologi rubati.

αυτός που κάνει τηλεπωλήσεις, αυτός που κάνει τηλεμάρκετινγκ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È raro ricevere una chiamata da un venditore telefonico sul cellulare.

έμπορος σιδηρικών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il venditore di ferramenta vendeva utensili al mercato del paese.

προμηθευτής πάγου

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ενοχλητικός πωλητής, επίμονος πωλητής

sostantivo maschile (peggiorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπορος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

πωλητής πόρτα πόρτα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
James è un venditore porta a porta di aspirapolvere.

έμπορος καμηλών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πωλητής αυτοκινήτων

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un buon venditore di auto non vi lascia andare via senza averne comprata una.

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

sostantivo maschile

πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγγύηση του πωλητή

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατασκευαστής γαντιών

(specifico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γουναράς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλανόδιος πωλητής

sostantivo maschile (di frutta e verdura) (φρούτων, λαχανικών)

πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων

sostantivo maschile

κατάστημα με στολές και κουστούμια

(κατάστημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κανένα από τα τοπικά βεστιάρια δεν έχει κουστούμι φαραώ.

πωλητής πακέτων διακοπών κλπ

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έμπορος ανδρικών ενδυμάτων

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κράχτης

sostantivo maschile (μτφ: προσελκύει πελάτες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπαίθριος πωλητής

πωλητής μηχανών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile (beni o servizi)

πωλητής πλασιέ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-κάπηλος

aggettivo (nei composti) (μειωτικό)

Per esempio: malalingua, maldicente

ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλάστρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

sostantivo maschile

διαλαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (έμφαση στις φωνές)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Ken piace osservare chi fa il venditore ambulante al mercato.
Στον Κεν αρέσει να βλέπει κόσμο να διαλαλεί την πραγμάτεια του στις αγορές.

επίμονος πωλητής, επίμονη πωλήτρια

Il promotore stava facendo pressione su Peter per comprare da lui.
Ο επίμονος πωλητής πίεζε τον Πίτερ να αγοράσει από αυτόν.

έμπορος που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εφημεριδοπώλης, εφημεριδοπώλισσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του venditore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.